Τη συνταγή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την επίτευξη μιας υψηλότερης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης παρουσίασε ο επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ για την Ελλάδα, Πίτερ Ντόλμαν, με αφορμή την πρώτη έκθεση που εκπόνησε το Ταμείο για την Ελλάδα στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής παρακολούθησης.
Μιλώντας στους Έλληνες ανταποκριτές στην Ουάσινγκτον, το απόγευμα της Δευτέρας, ο Πίτερ Ντόλμαν παρουσίασε τους τρεις βασικούς άξονες πάνω στους οποίους στηρίζεται το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής του Ταμείου:
· Περισσότερες ενέργειες για την ευελιξία της αγοράς εργασίας και την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στη αγορά προϊόντων.
· Περισσότερα βήματα για την ανάπτυξη μέσω του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής που έχει συστήσει το Ταμείο.
· Περισσότερες πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη μέσω της εξυγίανσης του τραπεζικού τομέα.
Για την αγορά εργασίας, το στέλεχος του ΔΝΤ υποστήριξε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να επικεντρωθεί και στο μη μισθολογικό κόστος, έτσι ώστε όλο το βάρος να μην σηκώνεται από τον τομέα της εργασίας. Μάλιστα, στο σημείο αυτό υπογράμμισε ότι θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερες ενέργειες για τη μείωση των φόρων και του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Συνεχίζοντας την εισαγωγική του τοποθέτηση, ο κ. Ντόλμαν στάθηκε στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων για το 2020, λέγοντας ότι θα συμβάλει στην απελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου, τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση για υψηλής προτεραιότητας επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες ή ακόμα και για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, οι οποίοι, όπως είπε, «είναι πολύ υψηλοί στις επιχειρήσεις και στα φυσικά πρόσωπα».
Αναφορικά με τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα, ο επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ τόνισε ότι τόσο το Ταμείο όσο και οι ελληνικές Αρχές έχουν επικεντρωθεί στην υιοθέτηση μιας πιο «ολοκληρωμένης προσέγγισης», με βασικό στόχο την ταχύτερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την αναζωογόνηση του δανεισμού.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Πίτερ Μπούλμαν που παραχώρησε στους Έλληνες ανταποκριτές στην Ουάσινγκτον:
Σε γενικές γραμμές, ποια είναι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας;
Υπάρχουν πολλά καλά πράγματα που μπορούμε να επισημάνουμε. Το πρώτο είναι η επιτάχυνση στην ανάπτυξη. Φέτος αναμένουμε ότι η ανάπτυξη θα φτάσει κοντά στο 2,5%, θα επιβραδύνει λίγο στο επόμενο έτος και στη συνέχεια θα επιβραδυνθεί σταδιακά άνω του 1% μέχρι το τέλος της μεσοπρόθεσμης περιόδου. Η Ελλάδα επανεμφανίστηκε πρόσφατα στις αγορές, ένα γεγονός που είναι μια πολύ θετική εξέλιξη. Η ανεργία μειώνεται, αν και είναι ακόμα πολύ υψηλή. Έτσι υπάρχουν πολλά θετικά στοιχεία που μπορούμε να παρατηρήσουμε στις κληρονομιές της κρίσης.
Ποιες κληρονομιές της κρίσης σας απασχολούν περισσότερο και ποιες είναι οι προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά μας;
Νομίζω ότι το πιο προφανές για όλους είναι το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, καθώς και το πολύ υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα. Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ακόμα στη λίστα την χαλαρή πειθαρχία στην εξόφληση των πληρωμών, καθώς και τα αρνητικά δημογραφικά στοιχεία. Τα δημογραφικά στοιχεία θέτουν πολλές προκλήσεις στον δρόμο της Ελλάδας προς την επίτευξη μιας μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.
Υπάρχει ένας συνεχιζόμενος διάλογος για την ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων. Πιστεύεται ότι υπάρχει το περιθώριο για μια τέτοια κίνηση;
Η συμβουλή μας έχει επικεντρωθεί στην ενίσχυση του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής. Η Ελλάδα έχει δεσμεύσεις που έχει αναλάβει απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους της στο πλαίσιο της ελάφρυνσης του χρέους και πιστεύω ότι όλοι πρέπει να το σεβαστούμε αυτό. Αλλά, όπως ανέφερα νωρίτερα, πιστεύω πως υπάρχουν τρόποι που η Ελλάδα μπορεί να βελτιώσει το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής και να συμβάλει σε υψηλότερη ανάπτυξη με κοινωνική ενσωμάτωση μέσω της προσαρμογής του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα, προχωρώντας στην διεύρυνση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων το 2020 και κατευθύνοντας αυτούς τους πόρους σε επενδύσεις προτεραιότητας, επενδυτικές δαπάνες, κοινωνικές πολιτικές και κοινωνικά προγράμματα, αλλά και μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές, τους οποίους θεωρούμε πολύ υψηλούς στην Ελλάδα.
Ποιες είναι οι συστάσεις σας σχετικά με την αγορά εργασίας και γιατί ανησυχείτε ότι οι τρέχουσες κυβερνητικές πολιτικές θα επηρεάσουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας;
Ανησυχούμε ότι ο συνδυασμός της πολύ μεγάλης αύξησης του κατώτατου μισθού και της επιστροφής των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα δημιουργήσει δυσκαμψίες στις επιχειρήσεις, δεν θα τους επιτρέψει να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς και επομένως απειλούν την βάση των πελατών και τελικά τις θέσεις εργασίας και τις εξαγωγές. Συνεπώς, ενθαρρύνουμε την κυβέρνηση να επανεξετάσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να σκεφτεί τρόπους συνεργασίας με τις επιχειρήσεις για να επιτρέψει μεγαλύτερη ευελιξία και παράλληλα να κάνει πράγματα στον μη μισθολογικό τομέα και να απομακρύνει ορισμένο από το βάρος που υπάρχει στην εργασία και την ίδια ώρα να επιτρέψει στις επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει ορισμένα βήματα για να βοηθήσει τις τράπεζες να μειώσουν την έκθεση τους στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Πιστεύετε ότι αυτά τα βήματα είναι αρκετά;
Η κυβέρνηση έχει κάνει μια σειρά από πολύ θετικά βήματα. Για παράδειγμα, στην νομοθετική οικονομική εργαλειοθήκη που επιτρέπει την επιτάχυνση της μείωσης στην έκθεση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αλλά πιστεύουμε ότι χρειάζεται να γίνουν περισσότερα. Συμβουλεύσαμε την κυβέρνηση στις συζητήσεις μας να λάβει μια πιο ολοκληρωμένη και καλά συντονισμένη προσέγγιση και με αυτό εννοούμε να συγκεντρώσουμε όλους τους ενδιαφερόμενους που έχουν διαφορετικά είδη δεξιοτήτων και αναλύσεων. Για παράδειγμα, έχουμε την μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, την νομική εργαλειοθήκη, έχουμε τις προτάσεις που προωθούνται για κρατική χρηματοδότηση σε προγράμματα απομείωσης των κόκκινων δανείων. Άρα, είναι πολύ σημαντικό να συνδυάσουμε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες και συγχρόνως να λάβουμε υπόψη το τι θα συμβεί στους ισολογισμούς των τραπεζών στο πλαίσιο αυτών των κανονισμών.
Ανησυχείτε ότι οι συνεχιζόμενες δικαστικές υποθέσεις σχετικά με μεταρρυθμίσεις που έχουν εγκριθεί στο παρελθόν θα μπορούσαν ενδεχομένως να δημιουργήσουν δημοσιονομικά σοκ στην ελληνική οικονομία;
Ναι, μας ανησυχεί αυτό και το συζητήσαμε με την κυβέρνηση. Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι είναι δυνητικά αρκετά μεγάλοι. Στην έκθεσή μας ασχολούμαστε λίγο με μερικά από τα πιθανά σοκ. Για παράδειγμα, αν η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2012 και οι μεταρρυθμίσεις των μισθών του δημόσιου τομέα που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο του προγράμματος, αν αυτές αναστραφούν, θα επιβαρυνόταν αναδρομικά το ΑΕΠ περίπου με 5%. Εάν οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό του 2016 ανατραπούν, αυτό θα είχε πολύ μεγαλύτερο κόστος που κυμαίνεται από 2% έως 4% του ΑΕΠ ετησίως. Αυτά είναι πολύ σημαντικά θέματα και υπάρχουν και άλλα μικρότερα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συμβουλεύσαμε την κυβέρνηση να καταρτίσει ένα περιεκτικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί γρήγορα σε τυχόν δημοσιονομικές κρίσεις που αναδύονται και να μην αντιδράσει με κάποιο τρόπο που μπορεί να είναι επιζήμιος για το μείγμα δημοσιονομικών πολιτικών. Μια τέτοια κίνηση είναι απλώς ένας καλός οικονομικός προγραμματισμός.
Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι η Ελλάδα βγήκε δύο φορές στις αγορές από την αρχή του τρέχοντος έτους;
Είναι μια πολύ θετική εξέλιξη. Όπως είπατε δύο φορές φέτος, μία φορά για το πενταετές και μια για το δεκαετές ομόλογο. Και νομίζω ότι πρέπει απλώς να συνεχίσουν να κάνουν ότι κάνουν σε αυτόν τον τομέα. Νομίζω ότι δύο σημαντικά πράγματα θα είναι να κάνουμε περισσότερα στον τομέα των μεταρρυθμίσεων για να πείσουμε τους επενδυτές να μειώσουν το κόστος δανεισμού των ομολόγων. Και ταυτόχρονα, για λόγους βιωσιμότητας του χρέους είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να πιέζουμε την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Αυτά τα πράγματα είναι πολύ σημαντικά. Αλλά συνολικά, πιστεύουμε ότι είναι ένα πολύ ενθαρρυντικό βήμα προς τα εμπρός.
Πώς μπορούν οι επερχόμενες εκλογές να επηρεάσουν τις γενικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας;
Ανησυχούμε για τις πιέσεις που θα έχουν οι εκλογές στις πολιτικές. Και πιστεύω ότι ένα καλό παράδειγμα είναι η συζήτηση που διεξάγεται στο κοινοβούλιο σχετικά με τη νέα ρύθμιση που θα αντικαταστήσει τον νόμο Κατσέλη. Συνεχίζουμε να παροτρύνουμε την ελληνική κυβέρνηση να σκεφτεί (τον νόμο) πιο στοχευμένα, αλλά σε ένα έτος εκλογών υπάρχει ο πειρασμός να διευρυνθεί. Ανησυχούμε γι αυτό και ειδικότερα πώς μπορεί να επηρεάσει την ήδη αδύναμη πειθαρχία πληρωμών στην Ελλάδα. Αυτός είναι, λοιπόν, ένας τομέας ανησυχίας. Αλλά όποιος και αν ηγείται της επόμενης κυβέρνησης, θα κάνουμε τις ίδιες πολιτικές συστάσεις και συζητήσεις για τους τομείς που ανέφερα προηγουμένως.
Πως σχολιάζετε τις διαφωνίες που εξέφρασαν οι ελληνικές Αρχές για την έκθεση;
Ναι, νομίζω ότι έχουν (η ελληνική κυβέρνηση) διαφορετική άποψη για την αγορά εργασίας και το έχουμε αναφέρει στην έκθεση μας. Όπως είπα και νωρίτερα, ανησυχούμε για το συνδυασμό του υψηλότερου κατώτατου μισθού και της επέκτασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Και θα μπορούσα επίσης να αναφέρω την τρέχουσα μονομερή διαδικασία διαιτησίας. Θεωρούμε ότι μια προσέγγιση με περισσότερη έμφαση στη συνεργασία θα είχε νόημα. Νομίζω ότι και οι δύο πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στους αριθμούς. Σχεδιάζουμε να το κάνουμε αυτό στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων του άρθρου 4 εντός του τρέχοντος έτους.
Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ