του Γιώργου Λυκουρέντζου
Δυσάρεστη έκπληξη επιφύλαξε στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής κρίνοντας από προβληματικές έως και ασύμβατες με το Σύνταγμα και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου τις προωθούμενες ρυθμίσεις για διάσωση αυθαιρέτων σε αιγιαλούς αλλά και για το κούρεμα οφειλών του δημοσίου προς ιδιώτες μέσω μείωσης των επιτοκίων υπερημερίας.
Ειδικότερα όσον αφορά στα άρθρα 28, 30 και 34 που μεταξύ άλλων προβλέπουν την κατ εξαίρεση διατήρηση κτισμάτων στους αιγιαλούς ακόμα και αν υπάρχουν αποφάσεις κατεδάφισης: «διατυπώνεται προβληµατισµός κατά πόσο οι υπό ψήφιση διατάξεις των άρθρων 28, 30 και 34 εναρµονίζονται προς την επιταγή του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγµατος ως προς την προστασία ειδικότερα, εν προκειµένω, των ακτών, οι οποίες αποτελούν ευπαθή τµήµατα του φυσικού περιβάλλοντος και προστατεύονται µαζί µε την παράκτια ζώνη ευθέως από το άρθρο 24 του Συντάγµατος, είναι δε δεκτικές µόνο ήπιας διαχείρισης”.
“Η εκτέλεση, εξ άλλου, τεχνικών έργων επί του αιγιαλού ή της παραλίας επιτρέπεται µόνον εφόσον προηγηθεί η διαδικασία του άρθρου 12 ή του άρθρου 14 του ν. 2971/2001, αναλόγως της φύσεως του έργου, και µε την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι όροι προστασίας της ακτής, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος. Εάν η διαδικασία αυτή δεν τηρηθεί, τα επί του αιγιαλού ή εντός της θαλάσσης ανεγερθέντα κτίσµατα ή άλλες κατασκευές είναι αυθαίρετα και κατεδαφιστέα. Η χορήγηση δε αδείας εκτελέσεως έργου απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ακόµη και όταν πρόκειται για έργα εξωραϊσµού της ακτής ή διαµορφώσεώς της προς αποφυγή προκλήσεως κινδύνου ή ατυχήµατος. Εποµένως, και τα έργα αυτά, εάν κατασκευασθούν χωρίς προηγούµενη άδεια της αρµόδιας αρχής, είναι κατεδαφιστέα (…)» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Όσον αφορά στο άρθρο 33 η έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας επισημαίνει ότι εγείρεται προβληματισμός καθώς με τη φερόµενη προς ψήφιση διάταξη, προβλέπεται, µεταξύ άλλων, η δυνατότητα κατασκευής των εκεί αναφεροµένων έργων, χωρίς υποχρέωση του Δηµοσίου για αποζηµίωση ή για καταβολή δαπάνης κατασκευής και συντηρήσής τους προς τον θιγόµενο τον ιδιώτη (παρ. 1στ), παρ. 16 του υπό ψήφιση άρθρου). “Ως προς την εν λόγω διάταξη ανακύπτει προβληµατισµός όσον αφορά στην προστασία των δικαιωµάτων τα οποία ανήκουν ή παραχωρούνται σε ιδιώτες. Ειδικότερα, το δικαίωµα του Δηµοσίου να κατασκευάζει ή να καταργεί ή να µετατρέπει, για λόγους δηµοσίου συµφέροντος, εθνικής άµυνας, δηµόσιας τάξης και ασφάλειας, τα έργα που απαριθµούνται σε αυτό, και µάλιστα χωρίς καµία υποχρέωσή του για αποζηµίωση ή καταβολή οποιασδήποτε δαπάνης ή αποζηµίωσης προς τον θιγόµενο ιδιώτη, πρέπει να ερµηνευθεί και να εφαρµοσθεί συµφώνως προς τις διατάξεις περί προστασίας της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγµατος σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και συµφώνως προς τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαστηρίων του Ανθρώπου και των ελληνικών Δικαστηρίων» τονίζεται.
Αίσθηση προκαλεί και η ειδική αναφορά στις ρύθμιση για το κούρεμα των οφειλών του δημοσίου προς ιδιώτες καθώς η έκθεση επικαλείται παλαιότερο κείμενο του νυν γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου Ακρίτα Καϊδατζή.
Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν: «Υπό το φως της εν λόγω νοµολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, εγείρεται, εν προκειµένω, προβληµατισµός ως προς τη συµβατότητα της προτεινόµενης ρύθµισης προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και, ειδικότερα, ως προς το αν τηρείται η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται µεταξύ της προστασίας του δικαιώµατος στην περιουσία και των επιταγών του γενικού συµφέροντος, δεδοµένου ότι η προτεινόµενη ρύθµιση υποδιπλασιάζει το ύψος του επιτοκίου υπερηµερίας του Δηµοσίου έναντι εκείνου που εφαρµόζεται για τους ιδιώτες οφειλέτες».
Επίσης για το εδάφιο της διάταξης που αναφέρει ότι «στην περίπτωση των ένδικων βοηθηµάτων κατά του Δηµοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, µόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο» υπογραμμίζεται πως «η αποστέρηση του ιδιώτη διαδίκου από το σχετικό δικαίωµά του, απλώς και µόνον επειδή η επίδοση του ένδικου βοηθήµατος δεν έγινε από τον διάδικο, αλλά, λ.χ., από τη Γραµµατεία του Δικαστηρίου, συνιστά δυσανάλογο περιορισµό του δικαιώµατος ιδιοκτησίας, ο οποίος δεν φαίνεται να συνάδει προς το άρθρο 17 του Συντάγµατος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ».
Πηγή: Real.gr