Η πληροφόρηση για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας μέσω των στοιχείων που απορρέουν από τους δείκτες συγκυρίας που έχουν αρχίσει σταδιακά να δημοσιεύονται για το 3ο τρίμηνο του 2015, καταδεικνύουν κάμψη αλλά όχι ραγδαία συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας όπως αναφέρει ανάλυση της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας .
Η επίτευξη νέας συμφωνίας για ένα τριετές πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης στις 13 Ιουλίου και η ενεργοποίησή του τον Αύγουστο, σε συνδυασμό με τη σταδιακή πορεία χαλάρωσης των κεφαλαιακών περιορισμών — ειδικά για τις επιχειρήσεις — δημιουργούν βάσιμη αισιοδοξία για υποχώρηση των πτωτικών πιέσεων στην οικονομική δραστηριότητα.
Αναμφισβήτητα, σημειώνει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής, οι υφεσιακές πιέσεις δεν είναι δυνατό να εκλείψουν από το 2ο εξάμηνο του 2015, εξαιτίας της επιβεβλημένης εντατικοποίησης της δημοσιονομικής προσπάθειας και της εξασθένησης της σημαντικής εποχικής στήριξης που παρέχει ο τουρισμός, αλλά αναμένεται να είναι παροδικές.
Συγκεκριμένα:
Οι δείκτες οικονομικής συγκυρίας αποτυπώνουν μία ελεγχόμενη κάμψη της δραστηριότητας
– Η ετήσια μείωση της αξίας των εισαγωγών (εκτός πετρελαίου) διαμορφώθηκε στο -16,7% το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου (-22,6% ετησίως, τον Ιούλιο και -8,4% τον Αύγουστο) με τη συνολική αξία τους όμως, να είναι σχεδόν 60% υψηλότερη της αξίας των διοικητικών εγκρίσεων από την κεντρική επιτροπή και τις αρμόδιες υποεπιτροπές για έγκριση πληρωμών στο εξωτερικό, που σωρευτικά χορηγήθηκαν κατά την ίδια χρονική περίοδο. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της ικανότητας μεγάλων ή/και εξαγωγικών επιχειρήσεων να διενεργούν πληρωμές στο εξωτερικό μέσω συμφωνιών και διακρατούμενης ρευστότητας εκτός της χώρας, χωρίς να απαιτείται να εμβάζουν χρήματα από την Ελλάδα.Η συρρίκνωση των εισαγωγών δείχνει να είναι σχετικά ήπια και μειούμενη για το πρώτο δίμηνο επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων, κατά τη διάρκεια του οποίου φυσιολογικά αναμενόταν να είναι και ισχυρότερος ο αρνητικός αντίκτυπος στις εισαγωγές. Η τάση περαιτέρω χαλάρωσης των ορίων χρηματοδότησης το Σεπτέμβριο είναι ενθαρρυντική, καθώς εκτιμάται ότι οι χρηματοδοτήσεις προσεγγίζουν το 90% της μέσης αξίας των εισαγωγών που πραγματοποιούνταν τον αντίστοιχο μήνα κατά την περίοδο 2011-2014. Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που εμφανίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα στις συναλλαγές τους με το εξωτερικό.
– Οι εξαγωγές εμφανίζονται ανθεκτικές παρά τις αντιξοότητες. Συγκεκριμένα, ο τουρισμός μετά από ένα μικρό διάστημα κόπωσης 2-3 εβδομάδων τον Ιούλιο, ανέκτησε το μεγαλύτερο τμήμα της δυναμικής του με τις αφίξεις και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να αυξάνονται κατά 5,9% και 3,8% ετησίως το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου 2015. Παρά τις αρχικές ανησυχίες, οι κεφαλαιακοί περιορισμοί, καθαυτοί, δεν φαίνεται να επιβαρύνουν τις προοπτικές του κλάδου για το 2016. Ταυτόχρονα, οι εξαγωγές αγαθών, εκτός πετρελαίου και πετρελαϊκών προϊόντων, σημείωσαν αύξηση 6,9% σε ετήσια βάση, το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, διατηρώντας σημαντικό τμήμα της θετικής δυναμικής του 1ου εξαμήνου, κατά το οποίο οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί κατά 13,8% ετησίως.
– Η μεταποιητική δραστηριότητα μετά τη σημαντική και, εν πολλοίς, αναμενόμενη κάμψη που σημείωσε τον Ιούλιο (-5,9% σε ετήσια βάση), ανέκαμψε τον Αύγουστο αυξανόμενη κατά 4,2% ετησίως. Η παραγωγή εξωστρεφών κλάδων, καθώς και τομέων που σχετίζονται με τον τουρισμό (λ.χ. τρόφιμα, ποτά, βασικά μέταλλα, φάρμακα) σημείωσαν ισχυρές αυξήσεις, καταδεικνύοντας ότι σημαντικό τμήμα του επιχειρηματικού τομέα ανταπεξέρχεται με επιτυχία στις νέες προκλήσεις.
– Ο εποχικά διορθωμένος δείκτης όγκου πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο σημείωσε πτώση 4,7% ετησίως τον Ιούλιο, διαψεύδοντας τους φόβους για απόλυτο πάγωμα της αγοράς σε μία περίοδο κλειστών τραπεζών, υψηλής αβεβαιότητας και δυσκολιών σημαντικού τμήματος των συνταξιούχων να αντλήσουν ρευστότητα από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι η μεγαλύτερη κάμψη σημειώθηκε στις πωλήσεις εισαγόμενων διαρκών καταναλωτικών αγαθών (-14,4% ετησίως τον Ιούλιο, εκτός των αυτοκινήτων) και άλλων αγαθών με υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα, σε αντίθεση με κατηγορίες βασικών αγαθών (όπως τρόφιμα, φάρμακα) που εμφανίστηκαν πολύ πιο ανθεκτικές.
– Η πορεία των δημοσίων εσόδων και ειδικά συγκεκριμένων κατηγοριών φόρων που εμφανίζουν υψηλή συσχέτιση με την οικονομική δραστηριότητα, όπως τα έσοδα από ΦΠΑ (εκτός καυσίμων) που μειώθηκαν κατά 4,8%, σε ετήσια βάση, το δίμηνο Ιουλίου Αυγούστου, δεν προοιωνίζουν ραγδαία κάμψη της δραστηριότητας. Αυτό ισχύει ακόμη και κατόπιν εξαιρετικά συντηρητικών προσαρμογών για την επίπτωση στα έσοδα, εξαιτίας της μετάθεσης πληρωμών κατά ένα μήνα, του ρόλου του αποπληθωρισμού και της μετάταξης τμήματος των προϊόντων και υπηρεσιών στον υψηλότερο συντελεστή του 23% από τις 20 Ιουλίου.
Μεγάλο τμήμα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων είχαν έγκαιρα προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσουν τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις από την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης, ο ελληνικός ιδιωτικός τομέας σκληραγωγημένος από την πολυετή οικονομική κρίση, έχοντας βιώσει περιόδους όξυνσης της αβεβαιότητας αλλά και την πρόσφατη εμπειρία των κεφαλαιακών ελέγχων στην Κύπρο, είχε αρχίσει να προβαίνει ήδη, από τα τέλη του 2014, σε προληπτικές κινήσεις με σκοπό να περιορίσει τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας και των ελέγχων, στη λειτουργία του και στη δυνατότητά του να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στα αποθέματα ρευστότητας του. Σε αυτό το πλαίσιο:
– Επιχειρήσεις και νοικοκυριά απέσυραν και διακράτησαν σε μορφή μετρητών ή μετέφεραν στο εξωτερικό περίπου €41 δισ. τραπεζικών καταθέσεων μεταξύ Νοεμβρίου 2014 και Ιουνίου 2015. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα απέσυραν €9.3 περίπου δισ. από τις τράπεζες σε αυτή την περίοδο, ποσοστό που αντιστοιχούσε στο 39% των συνολικών τους καταθέσεων (Νοεμβρίου 2014). Αντιστοίχως, τα νοικοκυριά απέσυραν €32 δισ. ήτοι το 24% των καταθέσεων τους, εκ των οποίων σχεδόν το ήμισυ διακρατήθηκε υπό μορφή μετρητών.
– Οι ελληνικές επιχειρήσεις – ειδικά οι εξωστρεφείς – ανέπτυξαν στρατηγικές για να αποφύγουν τα εμπόδια στη λειτουργία τους από την επιβολή ελέγχων. Στα πλαίσια αυτά, μετέφεραν ή διακράτησαν στο εξωτερικό ρευστότητα από την επιχειρηματική τους δραστηριότητα εκτός συνόρων και δόμησαν έτσι τις χρηματοοικονομικές τους συναλλαγές με ξένους αντισυμβαλλόμενους (πελάτες και προμηθευτές) ώστε να περιορίζουν τη χρήση εμβασμάτων από την Ελλάδα.
– Στα πλαίσια προγραμματισμού της παραγωγής τους, πολλές επιχειρήσεις επιτάχυναν τις εισαγωγές παραγωγικών πόρων και πρώτων υλών στο 1ο εξάμηνο του 2015, όπως αυτό αντανακλάται στο ρυθμό αύξησης των εισαγωγών στις συγκεκριμένες κατηγορίες (κατά 11,7% κατά μ.ο. στο 1ο εξάμηνο του 2015 — υπερδιπλάσιος του μ.ο. της τελευταίας τριετίας).
– Παράλληλα, υπερδιπλασιάστηκαν οι συναλλαγές χωρίς τη χρήση μετρητών (χρεωστικές/πιστωτικές κάρτες και ηλεκτρονική τραπεζική) απορροφώντας σημαντικό τμήμα των επιπτώσεων στη ζήτηση από την τραπεζική αργία και τους περιορισμούς στις αναλήψεις μετρητών. Ταυτόχρονα, η διαμόρφωση του εβδομαδιαίου σωρευτικού ορίου αναλήψεων στα €420 ευρώ από τον Αύγουστο, μεταφράζεται σε ένα μηναίο όριο αναλήψεων μετρητών της τάξης των 1.680 ευρώ, το οποίο δε φαίνεται να δημιουργεί εμπόδια στις καθημερινές συναλλαγές των περισσότερων νοικοκυριών, καθώς αντιστοιχεί περίπου στο μέσο μηνιαίο ονομαστικό εισόδημα στην οικονομία.
Αναμφισβήτητα, οι μικρότερες, εσωστρεφείς και περισσότερο εξαρτημένες σε εισαγωγές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πολύ σημαντικότερες προκλήσεις και γι’ αυτό η έγκαιρη περαιτέρω χαλάρωση των περιορισμών καθώς και η προσαρμογή τους ώστε να αμβλύνουν ενδεχόμενες στρεβλώσεις που δημιουργούνται, αποτελεί βασική προτεραιότητα.
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής, η διεθνής εμπειρία αλλά και το παράδειγμα της Κύπρου δείχνουν ότι σημαντικό τμήμα των υφεσιακών πιέσεων που χαρακτηρίζουν τις περιόδους επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων, απορρέουν κυρίως από τις πολιτικές που εφαρμόζονται προκειμένου να περιοριστούν υφιστάμενες σημαντικές μακροοικονομικές ανισορροπίες (όπως υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών), καθώς και την αποστέρηση της οικονομίας από εξωτερική χρηματοδότηση. Στην περίπτωση όμως, της Ελλάδας οι ανωτέρω κίνδυνοι φαίνεται να είναι πλέον, εξαιρετικά περιορισμένοι δεδομένου ότι:
– Η ελληνική οικονομία μέσα από μία κοινωνικά επώδυνη διαδικασία έχει περιορίσει ή/και εξαλείψει τόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα όσο και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με συνέπεια να έχει ελαχιστοποιηθεί η ανάγκη εντατικής και παρατεταμένης εφαρμογής υφεσιακών πολιτικών προσαρμογής.
– Ο επιχειρηματικός κλάδος έχει υλοποιήσει σημαντικές και επώδυνες αναδιαρθρώσεις που συνοδεύτηκαν από συρρίκνωση του πληθυσμού των επιχειρήσεων κατά 30% — κυρίως μικρού και πολύ μικρού μεγέθους — και αύξηση της συγκριτικής συνεισφοράς στην επιχειρηματική δραστηριότητα των μεγαλύτερων και περισσότερο εξωστρεφών επιχειρήσεων που είναι ανθεκτικότερες απέναντι στις τρέχουσες προκλήσεις.
– Η μείωση επίσης, του κόστους εργασίας ήταν πρωτοφανής, με το μέσο μισθό να συρρικνώνεται κατά 23% και το συγκριτικό μέσο μοναδιαίο κόστος εργασίας να μειώνεται σωρευτικά κατά 17,5% μεταξύ 2009 και 2014, επαυξάνοντας τα περιθώρια των επιχειρήσεων να αντιμετωπίζουν διακυμάνσεις στη ζήτηση και τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες.
– Ο ελληνικός μεταποιητικός τομέας, σε αντίθεση με άλλες χώρες της ΕΕ, εμφανίζει χαμηλό βαθμό διασύνδεσης με ευρύτερες διεθνοποιημένες παραγωγικές αλυσίδες (λ.χ. μεγάλοι βιομηχανικοί όμιλοι που διενεργούν στάδια της παραγωγής τους σε διάφορες χώρες) ο οποίος συνεπάγεται υψηλά επίπεδα διακρατικού εμπορίου ενδιάμεσων/επεξεργασμένων αγαθών στα πλαίσια μιας διεθνοποιημένης διαδικασίας παραγωγής. Ως εκ τούτου, και οι κίνδυνοι συρρίκνωσης της εγχώριας παραγωγικής διαδικασίας εξαιτίας των περιορισμών των κεφαλαιακών ελέγχων, ελαχιστοποιούνται.
– Η ενεργοποίηση του νέου τριετούς προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης, σε συνδυασμό με την ευνοϊκότερη και εμπροσθοβαρή διάρθρωση της διαθέσιμης χρηματοδότησης από την ΕΕ και την αυξανόμενα υποβοηθητική στάση της ΕΚΤ, δημιουργούν ένα ευνοϊκό πλαίσιο για σταδιακή εξομάλυνση των συνθηκών ρευστότητας και εξωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας.
Ηπιότερη η ύφεση το 2015
Εξάλλου, εκτιμήσεις της Δ/σης Οικ. Ανάλυσης της ΕΤΕ βασισμένες στα υποδείγματα πρόβλεψης βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων τάσεων της οικονομικής δραστηριότητας, που συνδυάζουν πληροφόρηση από δείκτες συγκυρίας και προβλεπτικούς δείκτες καθώς και εκτιμήσεις της επίδρασης της δημοσιονομικής πολιτικής, καταδεικνύουν ότι η ύφεση θα είναι σημαντικά ηπιότερη από τις επίσημες προβλέψεις το 2015. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά -1,3% ετησίως το 2015 (έναντι πρόβλεψης του προγράμματος για ύφεση -2,3% το 2015) με την ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ για το 2016 να διαμορφώνεται στο -1,2%.
Η ενίσχυση της δημοσιονομικής προσπάθειας με εφαρμογή νέων μέτρων που αντιστοιχούν στο 2,5% του ΑΕΠ του 2ου εξαμήνου του 2015, εκτιμάται ότι ερμηνεύει το μεγαλύτερο τμήμα της προβλεπόμενης μέσης συρρίκνωσης του ΑΕΠ κατά 3,7% ετησίως την ίδια περίοδο. Η υφεσιακή επίδραση από την κάμψη του ΑΕΠ στο 2ο εξάμηνο του 2015 μετακυλίεται επίσης και ως αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ του 2016 της τάξης του -2,5% (negative carry). H ετήσια επίπτωση από τα νέα δημοσιονομικά μέτρα το 2016 εκτιμάται στο -1,0% του ΑΕΠ, συγκριτικά με -1,4% το 2015 αν συνεκτιμηθεί και η επίδραση από την αναμενόμενη επιτάχυνση της εκκαθάρισης εκκρεμών οφειλών του δημοσίου προς των ιδιωτικό τομέα το 2016 (2,4% του ΑΕΠ περίπου το 2016). Επισημαίνεται ότι βάσει εκτιμήσεων της ΕΤΕ, ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής από την εξόφληση των εκκρεμών οφειλών είναι 0,5 συγκριτικά με σχεδόν μοναδιαίο συντελεστή που εφαρμόζεται για τα συμβατικά δημοσιονομικά μέτρα (μεταβολές φόρων και δαπανών).
Σε αυτό το πλαίσιο, η εκτιμώμενη ταχύτητα ανάκαμψης αναμένεται να είναι έντονη σε τριμηνιαία βάση με το ΑΕΠ να αρχίσει να αυξάνεται σε τριμηνιαία βάση εντός του 1ου εξαμήνου του 2016, ενώ ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κατά το 2ο εξάμηνο του 2016 αναμένεται να υπερβεί το +1,7%.
Η έγκαιρη ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης του νέου προγράμματος και η επιτάχυνση των εισροών χρηματοδότησης από το πρόγραμμα και τους διαρθρωτικούς πόρους της ΕΕ, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και τη δρομολόγηση των διαδικασιών για την ελάφρυνση του χρέους, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ακόμη ευνοϊκότερες εξελίξεις αναφορικά με την οικονομική δραστηριότητα το 2016.
Οι ανωτέρω εξελίξεις αναμένεται να επιταχύνουν τη διαδικασία άρσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στο 1ο εξάμηνο του 2016, εξαλείφοντας και τους κινδύνους για τον επιχειρηματικό τομέα, που απορρέουν από τη συσσώρευση στρεβλώσεων που δημιουργεί η παράταση της εφαρμογής των ελέγχων