Η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 διδάσκεται μέχρι και σήμερα ως η βαθύτερη και μεγαλύτερη σε διάρκεια παγκόσμια οικονομική κρίση. Ειδικά η Μαύρη Πέμπτη της 24ης Οκτωβρίου ή Μαύρη Παρασκευή για τους Ευρωπαίους λόγω διαφοράς ώρας, παραμένει ένα από τα πιο μελανά κεφάλαια της οικονομικής ιστορίας. 90 χρόνια μετά οι αξιολογήσεις στα χρηματιστήρια είναι και πάλι συγκριτικά υπερβολικές. Και αυτό εν μέσω εμπορικών πολέμων και σημαντικής επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης. Υπάρχει λοιπόν κίνδυνος να επαναληφθεί η καταστροφή του 1929;
«Οι οικονομολόγοι έλεγαν ότι φτάσαμε σε ένα επίπεδο ευημερίας, κάτω από το οποίο δεν μπορούμε να πέσουμε ποτέ ξανά. Μετά ήρθε η πτώση», αναφέρει ο Αμερικανός συγγραφέας Τζον Στιλ Γκόρντον στο “The Crash of 1929”. Μετά το ιστορικό ζενίθ του Σεπτεμβρίου του 1929 ο Dow Jones είχε αρχίσει να παρουσιάζει πτωτικές τάσεις. Κατά την τελευταία Πέμπτη του Οκτωβρίου είχε προκληθεί πανικός, με αποτέλεσμα ο δείκτης να υποχωρήσει κατά το άνοιγμα της συνεδρίασης κατά 11%. Η Δευτέρα και η Τρίτη που ακολούθησαν οδήγησαν σε ακόμη μεγαλύτερες απώλειες που έφτασαν το 20%.
Η φούσκα και ο ρόλος της Fed
Επρόκειτο για την αρχή μιας μακροχρόνιας «βουτιάς» που οδήγησε τον Dow Jones μέχρι τα μέσα του 1932 σε απώλειες ύψους 90%. Οι περιουσίες επιχειρήσεων και νοικοκυριών εξανεμίστηκαν και η αμερικανική οικονομία διολίσθησε σε βαθιά και άνευ προηγουμένου ύφεση. Μεταξύ 1929 και 1933 η ανεργία στις ΗΠΑ εκτοξεύτηκε από το 3,2% στο 24,9%. Ο Dow Jones εξισορρόπησε τις απώλειες του μια 20ετία αργότερα και συγκεκριμένα το 1954. Τι προκάλεσε όμως μια τόσο ακραία πτώση;
Ένας από τους βασικούς λόγους είναι ότι την εποχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο -και δη περισσότερο απ’ ότι σήμερα- να επενδύει κανείς στο χρηματιστήριο μέσω δανεισμού. Για να αγοράσει κανείς μετοχές έπρεπε να καταβάλει συχνά μόλις ένα μικρό μέρος της αξίας τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια τεράστια κερδοσκοπική φούσκα.
Σύμφωνα με αναλυτές, σημαντικό ρόλο έπαιξε όμως και η ομοσπονδιακή τράπεζα Fed. Ιδρυθείσα μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1913, δεν είχε την αναγκαία εμπειρία για να αντιμετωπίσει εν τη γενέσει της μια μεγάλη κρίση. Αντιθέτως, τη χρυσή δεκαετία του 1920 οι κεντρικοί τραπεζίτες και με φόντο μια ιδιαίτερα γενναιόδωρη νομισματική πολιτική, έμειναν για μεγάλο διάστημα θεατές της υπερβολής που εξελισσόταν στις αγορές. Όταν τελικώς έσκασε η φούσκα, η Fed άφησε μεγάλο αριθμό τραπεζών να κηρύξουν πτώχευση, αντί να σταθεροποιήσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα με την παροχή πρόσθετης ρευστότητας. Η ομοσπονδιακή τράπεζα επικρίθηκε εντονότατα γι΄ αυτό, ακόμη και από τον μετέπειτα επικεφαλής της Μπεν Μπερνάνκε.
Την περαιτέρω διάδοση της κρίσης που οδήγησε εν τέλει στη Μεγάλη Ύφεση πυροδότησαν όμως και ατυχέστατοι πολιτικοί χειρισμοί. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Συνθήκη των Βερσαλλιών υπήρχαν ήδη αρκετές διεθνείς εστίες κρίσης που επιβάρυναν σημαντικά την παγκόσμια οικονομία. Στις ΗΠΑ όπως και σε άλλες χώρες είχαν αρχίσει να υποχωρούν οι ρυθμοί ανάπτυξης ήδη πριν από το χρηματιστηριακό κραχ. Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να αυξήσει στα μέσα του 1930 τους τελωνειακούς δασμούς επέφερε νέο πλήγμα στην οικονομία. Αν και στόχος του λεγόμενου Smoot-Hawley Tariff Act ήταν να προστατεύσει την εγχώρια βιομηχανία, ιστορικοί εκτιμούν ότι ο νόμος δρομολόγησε εν τέλει τη μεγάλη διεθνή οικονομική κρίση.
Κίνδυνος κατάρρευσης της χρηματαγοράς σήμερα;
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ δεν φαίνεται να πτοείται απ΄ όλα αυτά. Τον Μάρτιο του 2018 είχε γράψει στο twitter ότι «οι εμπορικοί πόλεμοι είναι καλοί και κερδίζονται εύκολα». Η πραγματικότητα όμως τον διαψεύδει. Σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις πολλών αναλυτών, οι τιμωρητικοί δασμοί του Τραμπ προκαλούν μέχρι στιγμής μόνον ζημίες. Η δε κόντρα με την Κίνα χαρακτηρίζεται από πολλούς ως η μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια οικονομία.
Πόσο πιθανό είναι, σε αυτά τα συμφραζόμενα, να επαναληφθεί το ακραίο σενάριο του 1929; Αναμφίβολα υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία και αυτό δεν αφορά μόνον τους δασμούς του Τραμπ. Η μακρά σε διάρκεια πολιτική φθηνού χρήματος των κεντρικών τραπεζών έχει οδηγήσει στα ύψη τις τιμές των μετοχών στα χρηματιστήρια, σε βαθμό που να μην φαίνεται να αντιστοιχούν πλέον στα μεγέθη της πραγματικής οικονομίας. Σήματα κινδύνου εκπέμπει ήδη η αγορά ομολόγων: πολλοί τίτλοι βραχυπρόθεσμης διάρκειας είχαν κατά διαστήματα μεγαλύτερες αποδόσεις από εκείνα μεγάλης διάρκειας, γεγονός το οποίο αντιμετωπίζεται από ειδικούς ως ένδειξη ύφεσης. Στο δε αμερικανικό διατραπεζικό σύστημα καταγράφηκαν τελευταία παρόμοιες εντάσεις με εκείνες του 2008, με αποτέλεσμα η Fed να αναγκαστεί να παρέμβει με πρόσθετη παροχή ρευστότητας.
Παρά ταύτα οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν εξαιρετικά μικρό τον κίνδυνο κατάρρευσης της χρηματαγοράς. Μολονότι αρκετοί αναμένουν σημαντικές διορθώσεις και περαιτέρω επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, οι περισσότεροι αποκλείουν το σενάριο ενός μεγάλου κραχ με δραματικές συνέπειες όπως πριν από 90 χρόνια. Οι ίδιοι παραπέμπουν στην εμπειρία αλλά και στα εργαλεία που έχουν στο μεταξύ οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες για να αποκλιμακώνουν επικίνδυνες καταστάσεις.
Πηγή πληροφοριών: Deutsche Welle