Να βελτιώσουν
τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και γενικότερα τις υπηρεσίες που
προσφέρουν κάλεσε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων
και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος τις τράπεζες.
Συγκεκριμένα, ο κ. Μίχαλος είπε στη Διοικητική Επιτροπή της ΚΕΕ που πραγματοποιήθηκε στην
Καβάλα τα εξής:
«Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η οριστική
έξοδος από την κρίση, προϋποθέτει επαρκή χρηματοδότηση. Για να εξασφαλιστεί
κεφάλαιο κίνησης για τις επιχειρήσεις. Για να ξεκινήσουν νέες επενδυτικές
πρωτοβουλίες. Για να κινηθεί η αγορά και
για να αυξηθεί η οικονομική δραστηριότητα.
Δυστυχώς, όπως όλοι γνωρίζουμε, εδώ και αρκετά
χρόνια, το χρηματοδοτικό περιβάλλον για τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι
εξαιρετικά δυσμενές. Ιδιαίτερα μάλιστα για τις μικρομεσαίες, οι οποίες
παραδοσιακά εξαρτώνται από τον τραπεζικό δανεισμό.
Για μεγάλο διάστημα, οι συνθήκες ήταν ασφυκτικές.
Με τα περισσότερα αιτήματα δανεισμού των μικρομεσαίων να απορρίπτονται, με υπερβολικές
απαιτήσεις εκ μέρους των τραπεζών για εμπράγματες εξασφαλίσεις, με το κόστος
των επιτοκίων να είναι απαγορευτικό.
Σε όλα αυτά προστέθηκαν τα capital controls δημιουργώντας νέες
δυσκολίες και εμπόδια: διόγκωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών, πρόσθετα τέλη και
επιβαρύνσεις, καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση, αύξηση του κόστους.
Είναι αλήθεια ότι το τελευταίο διάστημα υπήρξαν
κάποια θετικά μηνύματα.
Τα capital controls είναι πλέον παρελθόν.
H ρευστότητα των τραπεζών
έχει βελτιωθεί, γεγονός που επέτρεψε την πλήρη απεξάρτησή τους από το μηχανισμό
έκτακτης ενίσχυσης τον γνωστό ELA το Μάρτιο του 2019.
Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξάνονται, με
ρυθμό της τάξης του 6% τόσο το 2018 όσο και το 2019.
Η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της
ελληνικής οικονομίας – που αποτυπώνεται και στην πορεία των spreads – διευκολύνει την πρόσβαση
των τραπεζών στη διεθνή διατραπεζική αγορά.
Παρ’ όλα αυτά, η συνολική χρηματοδότηση του
ιδιωτικού τομέα από τις τράπεζες παραμένει σε αρνητικό έδαφος.
Ως προς τις επιχειρήσεις είχαμε το 2018 μια αύξηση
της ακαθάριστης ροής τραπεζικών δανείων, η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και
στην ανάκαμψη της ζήτησης.
Για το 2019, ο ρυθμός χρηματοδότησης των
επιχειρήσεων κινείται θετικά, στα επίπεδα του 1,5% με 2%. Διατηρείται, όμως,
αρνητικό πρόσημο στη χρηματοδότηση των ελευθέρων επαγγελματιών, των αγροτών και
των ατομικών επιχειρήσεων, όπου συνεχίζουν να καταγράφονται αρνητικοί ρυθμοί.
Και όπως δείχνουν οι έρευνες, παρά την ελαφρά
βελτίωση που αναγνωρίζεται στην προσφορά τραπεζικών δανείων και πιστωτικών
ορίων, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση εξακολουθεί να αποτελεί το κυριότερο
πρόβλημα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Το μεγάλο αγκάθι που εμποδίζει την εξομάλυνση του
χρηματοδοτικού περιβάλλοντος είναι γνωστό. Το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων
δανείων, αναδεικνύεται σήμερα στο σημαντικότερο ίσως «βαρίδι» στα πόδια του
τραπεζικού συστήματος, αλλά και της ελληνικής οικονομίας συνολικά.
Η αντιμετώπισή του αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση,
ώστε οι τράπεζες να επιστρέψουν στην κανονικότητα και να εστιάσουν ξανά στη
χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Είναι γεγονός ότι το ύψος των μη εξυπηρετούμενων
δανείων έχει μειωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, φθάνοντας σήμερα σε περίπου 75
δισεκατομμύρια ευρώ, από 107 που ήταν το Μάρτιο του 2016.
Παρά τη μείωση, όμως, αντιστοιχεί σε ποσοστό άνω
του 40% του συνόλου των πιστώσεων, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην
Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ξεπερνά το 3,5%.
Ιδιαίτερα στα χαρτοφυλάκια των ελεύθερων
επαγγελματιών και των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το ποσοστό
ξεπερνά το 60%.
Έχουμε, λοιπόν, πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουμε.
Στόχος των τραπεζών είναι να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια σε ποσοστό σημαντικά
κάτω του 30% μέχρι το 2021. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση, θα
εξακολουθούμε να έχουμε το υψηλότερο μερίδιο στην ευρωζώνη.
Ως Επιμελητηριακή Κοινότητα έχουμε ζητήσει
επανειλημμένα να υπάρξουν συστημικές κινήσεις, οι οποίες θα συμβάλουν στην
επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της εξυγίανσης των
τραπεζικών ισολογισμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, αποτελεί θετική εξέλιξη η
ανακοίνωση του σχεδίου ΗΡΑΚΛΗΣ, που προωθεί η κυβέρνηση. Σύμφωνα με τις μέχρι
τώρα πληροφορίες, το σχέδιο αφορά τη δημιουργία ενός φορέα τιτλοποίησης, που θα
αγοράζει μέρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και θα τα πουλά σε επενδυτές,
μεταφέροντάς τα εκτός του χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Το κράτος θα παρέχει την
εγγύηση του δημοσίου για τους τίτλους υψηλής εξασφάλισης, λαμβάνοντας αμοιβή
σύμφωνη με τους όρους της αγοράς.
Εφόσον το σχέδιο αυτό προχωρήσει, λειτουργώντας
συμπληρωματικά στη στρατηγική της κάθε τράπεζας, η προσπάθεια επιστροφής στην
κανονικότητα μπορεί να επιταχυνθεί σημαντικά. Περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε πότε
και πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη και τι αποτελέσματα θα έχει.
Πρέπει, όμως, να επισημάνουμε το εξής: ζητούμενο
δεν είναι μια απλή μείωση του δείκτη, αλλά η συνολική απαλλαγή της πραγματικής
οικονομίας από το βάρος των κόκκινων δανείων.
Η αριθμητική μείωση είναι το πρώτο βήμα και είναι
απαραίτητη για να αποδεσμευθούν κεφάλαια, που θα διοχετευθούν στην αγορά.
Όμως, πίσω από κάθε μη εξυπηρετούμενο δάνειο,
βρίσκονται άνθρωποι, νοικοκυριά, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι.
Είναι, λοιπόν, εξίσου σημαντικό ζητούμενο η
εξυγίανση των δανείων που δεν ρευστοποιούνται. Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες
επιχειρήσεις που βρίσκονται σε οικονομική δυσχέρεια, αλλά είναι βιώσιμες και
μπορούν να ορθοποδήσουν, μέσα από αποτελεσματική αναδιάρθρωση.
Και βέβαια, είναι απαραίτητη και η ομαλή επανένταξη
στο τραπεζικό σύστημα των επιχειρήσεων που καταφέρνουν να εξυγιανθούν.
Σε αυτές τις κατευθύνσεις θέλουμε να υπάρξουν
περισσότερες κινήσεις στο επόμενο διάστημα, από την πλευρά των τραπεζών.
Ως Ένωση Επιμελητηρίων έχουμε δηλώσει επανειλημμένα
τη διάθεση και την ετοιμότητά μας να στηρίξουμε την προσπάθεια της διαχείρισης
των κόκκινων δανείων, αξιοποιώντας τις δομές και την εμπειρία μας.
Για εμάς, πέρα από την απαραίτητη εξυγίανση του
τραπεζικού συστήματος, στόχος ήταν και παραμένει να δοθεί η ευκαιρία σε όσο το δυνατόν
περισσότερες βιώσιμες επιχειρήσεις να παραμείνουν στη ζωή. Να ρυθμίσουν τις
υποχρεώσεις τους, να αναδιαρθρώσουν τη λειτουργία τους, να συνεχίσουν να παρέχουν
θέσεις εργασίας και να στηρίζουν τις τοπικές οικονομίες.
Και σε αυτή την κατεύθυνση εξακολουθούμε να
προτείνουμε και να διεκδικούμε.
Ένα άλλο θέμα που μας αφορά άμεσα, είναι η ύπαρξη
και – κυρίως – η αποτελεσματική αξιοποίηση επαρκών χρηματοδοτικών εργαλείων για
τις επιχειρήσεις.
Σήμερα υπάρχουν μια σειρά από προγράμματα
συγχρηματοδότησης και παροχής εγγυήσεων, από φορείς όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα
Επενδύσεων, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, το ΕΤΕΑΝ. Μέσα από αυτά τα
προγράμματα, παρέχονται εργαλεία όπως το EquiFund για την ενίσχυση της νεοφυούς
καινοτόμου επιχειρηματικότητας, το COSME, το πρόγραμμα ενίσχυσης της
χρηματοδότησης του εξωτερικού εμπορίου κ.ά.
Δράσεις και προγράμματα υπήρχαν και τα προηγούμενα
χρόνια. Ωστόσο, τα αποτελέσματα στην πράξη ήταν πενιχρά. Κι αυτό είχε εν μέρει
να κάνει με τη δυσκολία των τραπεζών να καλύψουν το δικό τους μέρος. Οφείλεται,
όμως, σε μεγάλο βαθμό και στην αδυναμία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να
καλύψουν τα κριτήρια χρηματοδότησης.
Ζητούμενο, λοιπόν, είναι η προσαρμογή των
χρηματοδοτικών εργαλείων που παρέχονται στα μεγέθη, στα δεδομένα και στις
ιδιαίτερες ανάγκες της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα.
Ζητούμενο είναι η ανάπτυξη εναλλακτικών μηχανισμών
χρηματοδότησης, με συγκεκριμένη στόχευση στις μικρές και μεσαίες επενδύσεις,
στην ανάπτυξη της εξωστρέφειας και της καινοτομίας, στη στήριξη της νεοφυούς
επιχειρηματικότητας.
Θα πρέπει και οι τράπεζες να αντιληφθούν ότι, αν
θέλουν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν, θα πρέπει να προσαρμόσουν τη
στρατηγική τους στις ανάγκες και τις ευκαιρίες της εποχής.
Μέχρι τώρα λειτουργούν αναγκαστικά με προτεραιότητα
τη μείωση και τον έλεγχο του κόστους. Είναι καιρός να αρχίσουν να εστιάζουν και
στην αύξηση των εσόδων τους, μέσα από την επέκταση των δραστηριοτήτων τους.
Να αναπτύξουν νέες λύσεις και προϊόντα υψηλής
αξίας. Να βελτιώσουν τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μέσα από
σύγχρονους μηχανισμούς όπως οι μικροπιστώσεις, το crowdfunding, το P2P lending
κ.ά.
Να αναπτύξουν το κομμάτι της παροχής συμβουλευτικών
υπηρεσιών και τεχνογνωσίας προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σχετικά με τα
διαθέσιμα χρηματοδοτικά προγράμματα αλλά και τα καινοτόμα χρηματοδοτικά
εργαλεία.
Να προσαρμόσουν τις δεξιότητες του ανθρώπινου
δυναμικού τους στα δεδομένα της ψηφιακής εποχής. Και να επαναπροσδιορίσουν την
εμπειρία του πελάτη.
Σήμερα, ο τραπεζικός κλάδος
έχει κάθε λόγο να στηρίξει, με έξυπνες επιλογές και κινήσεις την ενδυνάμωση των
επιχειρήσεων. Γιατί η πραγματοποίηση νέων επενδύσεων, η δημιουργία νέων θέσεων
εργασίας και η επιτάχυνση της ανάπτυξης,
θα οδηγήσουν στην αύξηση της κατανάλωσης, των καταθέσεων, αλλά και της
αξίας των δανείων.
Θα κλείσω, λοιπόν,
τονίζοντας για άλλη μια φορά: δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη της
οικονομίας χωρίς υγιείς και ισχυρές επιχειρήσεις. Δεν μπορεί να υπάρξει
ανάπτυξη χωρίς χρηματοδότηση, χωρίς υγιές, ενεργό και αποτελεσματικό τραπεζικό
σύστημα».