Σημαντική ελάφρυνση στο μη μισθολογικό κόστος, που σήμερα αγγίζει το 40,56% στο βασικό πακέτο ασφάλισης ενός μισθωτού, κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες σε βάθος τετραετίας, επιμερισμένο τόσο υπέρ των επιχειρήσεων κατά 2,38 μονάδες όσο και των εργαζομένων κατά 2,62, προβλέπει διάταξη του υπουργείου Εργασίας. Το οριστικό σχέδιο «κλείδωσε» τις προηγούμενες ημέρες σύμφωνα με την “Καθημερινή της Κυριακής”, ενώ η σχετική διάταξη αναμένεται να συμπεριληφθεί στο ασφαλιστικό σχέδιο νόμου του υπουργείου που θα κατατεθεί στη Βουλή εντός του Ιανουαρίου.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο, η μείωση εισφορών στη μισθωτή εργασία θα εφαρμοστεί σταδιακά, με έναρξη εφαρμογής το β΄ εξάμηνο του 2020 και προβλεπόμενη μείωση κατά 0,90 ποσοστιαίες μονάδες και συγκεκριμένα κατά 0,48 της μονάδας για τους εργοδότες και 0,42 για τους εργαζομένους. Μάλιστα, και προκειμένου το μέτρο να λειτουργήσει και ως αντικίνητρο στην υποδηλωμένη ή ανασφάλιστη εργασία, η μείωση αυτή εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις πλήρους απασχόλησης των εργαζομένων.
Όπως άλλωστε έχει δηλώσει ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, με τη μείωση των εισφορών επιτυγχάνεται η στήριξη της οικονομίας και η εξασφάλιση υψηλότερου διαθέσιμου εισοδήματος για όλους. Στην πράξη, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους οδηγεί σε σημαντική ελάφρυνση επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, απελευθέρωση της παραγωγικότητας και δημιουργικότητας των οικονομικών μονάδων, καθώς και σε επανεπένδυση του διαθέσιμου εισοδήματος προς όφελος της οικονομίας.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα αποκαλύπτεται η ανά έτος σωρευτική μείωση των ασφαλίστρων επιμερισμένη σε εργοδότες και εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένης της προβλεπόμενης και ήδη νομοθετημένης μείωσης των εισφορών επικουρικής ασφάλισης.
Αναλυτικά, το 2020 η μείωση θα εφαρμοστεί από τον Ιούλιο και θα είναι κατά 0,92 ποσοστιαίες μονάδες, 0,48 για τους εργοδότες και 0,42 για τους εργαζομένους. Το 0,75 θα κοπεί από την εισφορά που καταβάλλεται σήμερα για τον κλάδο ανεργίας (ν. 2961/54, αρ. 32) και συγκεκριμένα 0,27 από την εισφορά εργαζομένου (σήμερα πληρώνει 1,83% του μισθού του και κατά συνέπεια θα μειωθεί στο 0,56%) και κατά 0,48 από την εισφορά εργοδότη (σήμερα πληρώνει 3,17% του μισθού και κατά συνέπεια θα μειωθεί στο 2,69%).
Το υπόλοιπο 0,15 της μονάδας θα μειωθεί από την εισφορά υπέρ του λογαριασμού κοινωνικής πολιτικής (τέως ΟΕΚ) που καταβάλλουν μόνο οι εργαζόμενοι (ώστε από 1/6/2020 η εισφορά υπέρ ΟΕΚ για τους εργαζομένους να οριστεί στα 0,85%). Η εκτιμώμενη μεικτή δημοσιονομική παρέμβαση όπως έχει αποτυπωθεί και στο σχέδιο κρατικού προϋπολογισμού είναι της τάξης των 123 εκατ. ευρώ (0,06% του ΑΕΠ) χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη τα έσοδα από τη φορολογική διοίκηση που θα εξασφαλιστούν ετησίως λόγω μείωσης των εισφορών, ούτε οι λοιπές πιθανώς θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις που θα επέλθουν στον προϋπολογισμό λόγω των θετικών επιπτώσεων στην οικονομία.
Το 2021 η σωρευτική μείωση των εισφορών θα είναι της τάξης της 1,99 ποσοστιαίας μονάδας και αφορά κατά 1,01 π.μ. τους εργοδότες και κατά 0,98 τους εργαζομένους. Σωρευτικά το κόστος εκτιμάται σε 565 εκατ. ευρώ, ήτοι 0,27% του ΑΕΠ. Το 2022, η μείωση είναι 3,60 π.μ. σωρευτικά (1,57 για τους εργοδότες και 2,03 για τους εργαζομένους) με κόστος 978 εκατ. ευρώ ή 0,46% του ΑΕΠ, ενώ το 2023 η σωρευτική μείωση θα «κλειδώσει» στις 5 μονάδες, 2,38 για τους εργοδότες και 2,62 για τους εργαζομένους, με σωρευτικό κόστος 1,352 δισ. ευρώ (0,61% του ΑΕΠ).
Η υπέρμετρη επιβάρυνση από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές αποτελεί, σύμφωνα με την αγορά, ένα ισχυρό αντικίνητρο νέων προσλήψεων, αλλά και έναν από τους βασικούς λόγους εξόδου των νέων από τη χώρα. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το μη μισθολογικό κόστος στη χώρα μας είναι πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε.
Η μείωση του υψηλού φορτίου αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική ελάφρυνση. Είναι ενδεικτικό ότι εργαζόμενος με μισθό 1.000 ευρώ μεικτά, ήτοι 842,5 ευρώ προ φόρων, θα κερδίσει από την 1η Ιουλίου 2020 4,2 ευρώ τον μήνα, ενώ ο εργοδότης 4,8 ευρώ. Το 2023, το ετήσιο κέρδος θα είναι 366,8 ευρώ για τον εργαζόμενο και 333,2 ευρώ για τον εργοδότη.