Φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις για την εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης μέσω παρόχου δίνει με τροπολογία του το υπουργείο Οικονομικών.
Πρόκειται για την τροπολογία που κατατέθηκε στο σχέδιο νόμου με τίτλο “Πλαίσιο χορήγησης μικροχρηματοδοτήσεων, ρυθμίσεις χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλες διατάξεις”.
Aναλυτικά, στις οντότητες που επιλέγουν κατόπιν υποβολής σχετικής δήλωσης προς την ΑΑΔΕ, αποκλειστικά την ηλεκτρονική τιμολόγηση μέσω Παρόχου για την έκδοση και λήψη, ή μόνο τη λήψη, παραστατικών πωλήσεων για τα φορολογικά έτη, που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου του 2020 μέχρι και το φορολογικό έτος 2022, ως εξής:
-Περιορίζεται κατά 2 έτη ή 1 έτος, κατά περίπτωση, η προβλεπόμενη πενταετία, εντός της οποίας η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί σε έκδοση πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου (από πέντε σε τρία για τον εκδότη και σε τέσσερα για τον λήπτη).
-Αποσβένεται πλήρως στο έτος πραγματοποίησής της προσαυξημένη κατά ποσοστό 100% η δαπάνη για την αρχική προμήθεια τεχνικού εξοπλισμού και λογισμικού που απαιτείται για την εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.
-Προσαυξάνεται κατά ποσοστό 100% η δαπάνη για την παραγωγή, διαβίβαση και ηλεκτρονική αρχειοθέτηση ηλεκτρονικών τιμολογίων για το πρώτο έτος έκδοσης των παραστατικών πώλησης μέσω ηλεκτρονικής τιμολόγησης, που αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
-Ορίζεται σε 45 ημέρες από 90 ημέρες η προθεσμία σχετικά με τα αιτήματα επιστροφής φόρου, τα οποία αφορούν το φορολογικό έτος ή τα φορολογικά έτη, για τα οποία οι εκδότες επιλέγουν και εφαρμόζουν αποκλειστικά την ηλεκτρονική τιμολόγηση.
Αίρονται ή δεν χορηγούνται τα οριζόμενα κίνητρα, εφόσον διαπιστώνεται ότι η οντότητα κατά το έτος χορήγησης του ευεργετήματος ή οποτεδήποτε κατά τα προηγούμενα 5 έτη πριν από αυτό, έχει διαπράξει έγκλημα φοροδιαφυγής, που τιμωρείται με φυλάκιση 2 ετών, ή εφόσον η οντότητα έχει εκδώσει ή αποδεχθεί πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, εφόσον η αξία των στοιχείων που συνιστούν την παράβαση υπερβαίνει συνολικά το όριο των 75.000 ευρώ.