Με άρθρο της στη γερμανική εφημερίδα Welt, η ανταποκρίτρια στην Κωνσταντινούπολη Marion Sendker παρουσιάζει την παρεμβατική πολιτική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Λιβύη, χρησιμοποιώντας τεράστια κεφάλαια την ώρα που η οικονομία της Τουρκίας συνεχίζει να είναι σε ύφεση. Η ανταποκρίτρια στο άρθρο της με τίτλο “Η Τουρκία πληρώνει κάθε μισθοφόρο 2.000 ευρώ τον μήνα” αναφέρεται στην σύγκρουση εντός της Λιβύης των τουρκικών και ρωσικών συμφερόντων, στο πώς επηρεάζονται οι τουρκογερμανικές σχέσεις από την εμπλοκή της Τουρκίας στη Λιβύη και για τις ιστορικές σχέσεις Τουρκίας- Λιβύης οι οποίες εμπλέκουν και την Κύπρο. Αναφέρει, μεταξύ άλλων:
«Έχουμε στρατιωτική βάση στη Σομαλία και το Κατάρ. Στη Λιβύη θέλουμε να οικοδομήσουμε μια αεροπορική και ναυτική βάση και να παραμείνουμε σε μόνιμη βάση», δηλώνει ο Ercan Citlioglu, εμπειρογνώμονας ασφαλείας από το Κέντρο Στρατηγικής Έρευνας του Πανεπιστημίου Baskent στην Άγκυρα. Είναι σύμβουλος του τουρκικού στρατού σε ζητήματα αντιτρομοκρατίας. Και φημολογείται ότι ακόμη και ο Ερντογάν τον ακούει. Όπως αναφέρει το δημοσίευμα του hellasjournal.com, ο Citlioglu ήταν ήδη δημόσιος υπάλληλος στην Κύπρο το 1974 και αργότερα έλαβε τον στρατιωτικό τιμητικό τίτλο «Gazi» για βετεράνους πολέμου. Ο Citlioglu είναι 77 ετών, αλλά απέχει πολύ από το να έχει συνταξιοδοτηθεί. Το θέμα με τη Λιβύη είναι συναρπαστικό, λέει και χαμογελά λίγο. Η Τουρκία και η Λιβύη συνδέονται ιστορικά: η Λιβύη ήταν κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υποστήριξε το 1974 την Τουρκία με πρώτες ύλες που είχε μεγάλη ανάγκη για την κατάληψη της Κύπρου. Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παρείχε τεχνογνωσία και εργαζόμενους για την υποδομή της Λιβύης. Μέσω αυτής της συνεργασίας πριν από σαράντα χρόνια, οι μουσουλμάνοι αδελφοί από τη Βόρεια Αφρική λέγεται ότι έχουν αποκτήσει ερείσματα στην Τουρκία. Σήμερα ένας οπαδός της αίρεσης είναι επικεφαλής της κυβέρνησης: Ο Ερντογάν. Μοιράζεται αυτό το ιδεολογικό κοινό στοιχείο με τον διεθνώς αναγνωρισμένο Πρόεδρο της Λιβύης, Fajes al-Sarradsch. Ωστόσο, η τουρκική στρατιωτική αποστολή δεν αποτελεί πράξη ισλαμικής αγάπης προς τον πλησίον μεταξύ αδελφών μουσουλμάνων. Η Τουρκία πιθανότατα δεν ενδιαφέρεται μόνο για την πολυσυζητημένη κυριαρχία στα κοιτάσματα φυσικού αερίου στη Μεσόγειο, καθώς έχει από καιρό συνάψει θαλάσσια συμφωνία με τη Λιβύη για να εξασφαλίσει μεγαλύτερο έλεγχο των αποθεμάτων στα ανοικτά του Ισραήλ και της Κύπρου.
«Πρέπει να δούμε το ενδιαφέρον για τη Λιβύη στο πλαίσιο της προστασίας της εθνικής μας ασφάλειας», λέει ο Citlioglu. Γιατί η Τουρκία έχει στριμωχτεί στη γωνία: Για παράδειγμα στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου χώρες όπως το Ισραήλ, η Ελλάδα ή η Αίγυπτος συνεργάζονται στον τομέα της ενέργειας και αποκλείουν την Τουρκία. Με αυτήν ακριβώς την αμφιλεγόμενη συμφωνία θαλάσσιου δικαίου με τη Λιβύη, η Τουρκία επιχειρεί να ενισχύσει τη θέση της στη Μεσόγειο.
Η Άγκυρα κατά τα φαινόμενα ακολουθεί την ίδια στρατηγική στην ξηρά. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, συνολικά τρεις Τούρκοι Υπουργοί και ο επικεφαλής της Μυστικής Υπηρεσίας επισκέφθηκαν την Τρίπολη για να συνομολογήσουν συμφωνίες. Λέγεται ότι πρόκειται για με συμφωνίες για τη στάθμευση στρατευμάτων, την κατασκευή τουρκικών στρατιωτικών βάσεων και την εκπαίδευση του μελλοντικού στρατού της Λιβύης.
Η Τουρκία επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένα
Η Τουρκία επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένα –και μάλιστα το συντομότερο δυνατό. Γιατί η Ρωσία, ως προστάτιδα δύναμη του αποστάτη Khalifa Haftar, βρίσκεται επίσης επί τόπου και επιθυμεί επίσης να αποκτήσει στρατιωτική βάση στη χώρα. Στην επαρχία al–Dschufra, περίπου 300 χιλιόμετρα νότια της πόλης Σύρτη. Η Τουρκία θέλει να αποτρέψει κάτι τέτοιο, διότι μαζί με τις ρωσικές βάσεις στη Συρία, η Μόσχα θα μπορούσε να ελέγξει και ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου. Οι μαχητές που συμμάχησαν με τη Ρωσία έχουν επί του παρόντος καταλάβει την al–Dschufra. Το εάν αυτό θα παραμένει ως έχει, μπορεί να καθοριστεί από τις εξελίξεις στη Σύρτη, λέει ο Citlioglu: «Αν πέσει η Σύρτη, πέφτει και η al–Dschufra». Λόγω των μεγάλων αποθεμάτων πετρελαίου, η περιοχή στα ανατολικά της χώρας είναι σημαντική και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των στόχων που θέλει να επιτύχει η Τουρκία. Όμως η μάχη για την ανατολική Λιβύη συνδέεται εδώ και πολύ καιρό με αυτήν στη Συρία, λέει ο Citlioglu. Και σε αυτό το σημείο η Ρωσία θα μπορούσε να ασκήσει πίεση: «Εάν η Ρωσία και η Τουρκία δεν συμφωνήσουν για τη Σύρτη και την al-Dschufra, αυτό θα έχει αρνητικές συνέπειες για εμάς στη Συρία, ειδικά στο Idlib. Αυτό με ανησυχεί». Είναι ένας πόλεμος σε δύο χώρες για την Άγκυρα. Και δεν διαφαίνεται ότι η Τουρκία θα επιτύχει συμφωνία με τη Ρωσία. Στο τέλος, η Λιβύη θα μπορούσε να χωριστεί σε ρωσική Ανατολή και τουρκική Δύση. Η κόκκινη γραμμή εκτείνεται μεταξύ al–Dschufra και Σύρτης. Η γαλλική κυβέρνηση, η οποία υποστηρίζει το Haftar στην ανατολική Λιβύη, θα μπορούσε επίσης να ζήσει με αυτήν την κατανομή. Γιατί το λιμάνι της Σύρτης είναι σημαντικός κόμβος για τη Γαλλία στο ανεπίσημο εμπόριο χρυσού, ουρανίου ή πετρελαίου από πρώην γαλλικές αποικίες, όπως το Μάλι ή ο Νίγηρας. Σε τελική ανάλυση, η Γερμανία θα είναι ικανοποιημένη σε περίπτωση που η Τουρκία αυξήσει την ισχύ της στην Ανατολική Λιβύη, σύμφωνα τουλάχιστον με κυβερνητικούς κύκλους στην Άγκυρα. Γιατί η Τουρκία είναι πιο αξιόπιστος εταίρος για το Βερολίνο. «Και η Γερμανία δεν έχει πετρέλαιο», απαντά ο Citlioglu ερωτηθείς για τα γερμανικά συμφέροντα στη Λιβύη και χαμογελά. Επισήμως η Γερμανία κρατιέται μακριά από τις συγκεκριμένες εξελίξεις στο πεδίο του πολέμου. Επισήμως, ούτε η Ρωσία αποτελεί εμπόλεμο μέρος. Η σύγκρουση διεξάγεται πρωτίστως μέσω του ιδιωτικού ρωσικού ομίλου Wagner και Σύρους μισθοφόρους. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Συρίας στο Λονδίνο, περισσότεροι από 15.000 μισθοφόροι πολεμούν στη Λιβύη για λογαριασμό της Τουρκίας. Μερικοί από αυτούς προέρχονται απευθείας από τον Εθνικό Στρατό της Συρίας, πολλοί από τον τουρκικό ιδιωτικό πάροχο στρατιωτικών υπηρεσιών Sadat -ένα είδος τουρκικής παραλλαγής του ρωσικού μισθοφόρου στρατού Wagner. Το τουρκικό κράτος πληρώνει κάθε μισθοφόρο 2.000 Δολάρια το μήνα, επιβεβαίωσε ο Citlioglu στη WELT.
Δημοσιεύματα των ΜΜΕ δείχνουν ότι η Λιβύη θα αναλάβει μέρος των δαπανών: Η κεντρική τράπεζα της Λιβύης φέρεται να έχει πρόσφατα εμβάσει περίπου 169 εκ. Ευρώ στην τουρκική εταιρεία SSTEK, η οποία ανήκει κατά 55% στον τουρκικό κατασκευαστή οχημάτων και τεθωρακισμένων BMC που με τη σειρά της υπόκειται στην εκτελεστική εξουσία του Erdogan. Οι μισθοφόροι από μόνοι τους δεν είναι σε θέση να φέρουν τη νίκη στον πόλεμο. Χρειάζονται όπλα, την ώρα που τα Ηνωμένα Έθνη έχουν επιβάλει εμπάργκο. Είναι κοινό μυστικό ότι η Τουρκία δεν το τηρεί. Και όχι μόνο η Τουρκία, λέει ο Citlioglu: «Γνωρίζουμε ότι και η Αίγυπτος στέλνει τεθωρακισμένα. Και γνωρίζουμε ότι η Ρωσία έστειλε μέσω της Συρίας οκτώ αεροπλάνα. Όλες οι αναφορές στη Ρωσία καταστράφηκαν στη Συρία». Ένα ψήφισμα του ΟΗΕ, το οποίο κανείς δεν τηρεί, δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο. Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, θα μπορούσε να αποδειχτεί ευαίσθητη υπόθεση, καθώς ο ΟΗΕ ερευνά επί του παρόντος τους μαζικούς τάφους στη Λιβύη και τα συνδεδεμένα με αυτούς φερόμενα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε όχι μόνο να μετριάσει την πορεία επιτυχίας της Τουρκίας, αλλά και να επιβαρύνει τη Γερμανία. Οι δύο χώρες συνδέονται με μια ιστορική «αδελφότητα των όπλων». Σε αντίθεση με το επανειλημμένο αίτημα ορισμένων πολιτικών των Χριστιανοδημοκρατών, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν έχει στείλει μέχρι τώρα δικά της στρατεύματα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει την Άγκυρα με «γερμανικό» τρόπο: με προμήθειες όπλων που κατά τα φαινόμενα χρησιμοποιούνται εδώ και καιρό στη Λιβύη.
Πηγή πληροφοριών: economytoday.sigmalive.com