Η πανδημία έφερε αύξηση της σκιώδους οικονομίας σε 36 κράτη – μέλη του ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μερίδιο των υπηρεσιών που προσφέρονται στη «σκιά» της επίσημης οικονομίας να αυξηθεί το 2020 αισθητά σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
Μάλιστα, ειδικά στις 28 χώρες της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου), η αύξηση που σημειώθηκε μεταξύ 2019 και 2020 υπολογίζεται πως ήταν η υψηλότερη των τελευταίων 20 ετών!
Τις εκτιμήσεις αυτές διατυπώνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο οικονομολόγος Φρίντριχ Σνάιντερ, επίτιμος καθηγητής (υπό συνταξιοδότηση) στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Τραπεζικής και Οικονομικών του Johannes Kepler University της Αυστρίας και θεωρούμενος ως κορυφαίος ειδικός σε θέματα παραοικονομίας.
Στοιχειοθετώντας την εκτίμησή του, επικαλείται τα αποτελέσματα έρευνας που έκανε κατά τη διάρκεια της πανδημίας με τη μέθοδο MIMIC, τα ευρήματα της οποίας συμπεριλήφθηκαν σε εργασία με τίτλο «Development of the Shadow Economy of 36 OECD Countries over 2003-2021».
Η άνοδος το 2020, που ήρθε να αναστείλει την καθοδική πορεία της σκιώδους οικονομίας στο σύνολο σχεδόν των 36 κρατών, κατά την περίοδο από το 2003 και μετά, φαίνεται ότι ανακόπηκε ξανά το 2021 (προσωρινά στοιχεία), κατά τη διάρκεια του οποίου εκτιμάται πως σημειώθηκε μέτρια πτώση της παραοικονομίας.
Γιατί αυξήθηκε η σκιώδης οικονομία σε μια περίοδο «παγωμένων» δραστηριοτήτων;
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Σνάιντερ, το 2020, η αύξηση της ανεργίας και η ύφεση που εκδηλώθηκε με κάθετη μείωση του ΑΕΠ σε σχεδόν όλες τις χώρες, λόγω της Covid-19, οδήγησε περισσότερους ανθρώπους στη σκιώδη οικονομία, ώστε να αναπληρώσουν το χαμένο τους εισόδημα.
Ως αποτέλεσμα, στις 36 χώρες του ΟΟΣΑ η οικονομία της «σκιάς» εκτιμάται πως προσέγγισε το 2020 το 17% του ΑΕΠ (16,48% πέρυσι, έναντι 14,98% το 2019). Το δε 2021, λόγω της σταδιακής οικονομικής ανάκαμψης που σημειώθηκε, εκτιμάται ότι υποχώρησε στο 16,07% (πρόβλεψη).
Στα 28 κράτη-μέλη της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο εγκατέλειψε την ενωμένη Ευρώπη στις 31 Ιανουαρίου 2020), η σκιώδης οικονομία εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά το πρώτο πανδημικό έτος στο 17,87%, έναντι 16,28% το 2019, πριν υποχωρήσει ελαφρώς πέρυσι, στο 17,42% (μη σταθμισμένος μέσος όρος των 28), σύμφωνα με τις προβλέψεις του καθηγητή, οι οποίες βασίζονται -όπως διευκρινίζει- στα επίσημα στοιχεία των χωρών για την ανάπτυξη και την ανεργία. Τα στοιχεία για κάποιες χώρες το 2020, προσθέτει, αφορούν σε προβολές.
Σε ποιες χώρες βάρυνε περισσότερο η «σκιά»
Η υψηλότερη αύξηση της σκιώδους οικονομίας για το 2020 καταγράφεται, κατά τον καθηγητή, στην Κροατία (29% του επίσημου ΑΕΠ έναντι 26,4% το 2019). Ακολουθεί η Βουλγαρία, η οποία διατηρεί την υψηλότερη σκιώδη οικονομία μεταξύ των κοινοτικών κρατών (32,93% του επίσημου ΑΕΠ το 2020 έναντι 30,12% το 2019). Στον αντίποδα, η πιο αναιμική αύξηση σημειώθηκε στη Φινλανδία (από 10,59% το 2019 σε 11,36% του ΑΕΠ το 2020) και στη Δανία (από 8,92% στο 8,92%). Τη χαμηλότερη σκιώδη οικονομία στην ενωμένη Ευρώπη διατήρησε και εν μέσω πανδημίας η Αυστρία (στο 7,23% του ΑΕΠ το 2020 έναντι 6,10% το 2019).
Στην Ελλάδα, η σκιώδης οικονομία υπολογίζεται πως αυξήθηκε πρόπερσι στο 20,9% του ΑΕΠ, έναντι 19,23% το 2019, με την εκτίμηση για το 2021 να είναι ότι υποχώρησε εκ νέου, στο 20,3%, σύμφωνα πάντα με τον κ. Σνάιντερ.
Για το 2021, ο καθηγητής αναμένει, όπως προαναφέρθηκε, μικρή μείωση στην παραοικονομία στην ενωμένη Ευρώπη: «Η μείωση αυτή αναμένεται να έρθει ως απόρροια της μεγάλης δημόσιας επένδυσης σε υποδομές και των επιδοτήσεων προς επιχειρήσεις και άτομα, οι οποίες ευελπιστώ ότι θα οδηγήσουν σε ευμεγέθη αύξηση του ΑΕΠ, συνοδευόμενη από μέτρια μείωση της ανεργίας» σημειώνει, διευκρινίζοντας ότι οι προβλέψεις έγιναν σε μια περίοδο κατά την οποία η πανδημία βρίσκεται σε εξέλιξη, οπότε είναι ακόμα ανοιχτά τα σενάρια για το πότε θα τελειώσει η Covid-19 και θα ξεκινήσει η ουσιαστική ανάκαμψη της οικονομίας.
Υπογραμμίζει δε, πως σε κάθε περίπτωση, το να εισέλθουν στην επίσημη οικονομία δραστηριότητες που σήμερα λαμβάνουν χώρα στη «σκιά» θα ήταν ευλογία για κάθε χώρα. Προς τούτο υποστηρίζει τη θέσπιση κι εφαρμογή πολιτικών στοχευμένων κινήτρων, ώστε να δελεαστούν να βγουν από τη «σκιά» όσοι σήμερα δραστηριοποιούνται στην παραοικονομία.
Η εικόνα στην Ελλάδα και η πρόβλεψη για το 2021
Αυξημένη ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά μειωμένη σε απόλυτα μεγέθη, ήταν το 2020 η σκιώδης οικονομία στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Βλάχος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος (ΔΙΠΑΕ). Το 2021, ωστόσο, με βάση τον εκτιμώμενο ρυθμό ανάπτυξης 8% για το συγκεκριμένο έτος, εκτιμά πως η σκιώδης οικονομία σε απόλυτο μέγεθος (όχι ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 1,6 δισ. ευρώ.
Αναλυτικότερα, επικαλούμενος και στοιχεία από το Παρατηρητήριο Μέτρησης Παραοικονομίας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (ΠΑΜΑΚ), που διευθύνει ο καθηγητής Αριστείδης Μπιτζένης, ο κ. Βλάχος επισημαίνει ότι το 2020 η σκιώδης οικονομία στην Ελλάδα αυξήθηκε ως ποσοστό επί του ΑΕΠ σε σχέση με το 2019.
«Η αύξηση της σκιώδους οικονομίας ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τη διάρκεια των lockdown του 2020, υποδηλώνει την έκρηξη της αδήλωτης δραστηριότητας του μεριδίου της κοινωνίας, που βίωνε την περίοδο εκείνη με μεγαλύτερη αβεβαιότητα, δηλαδή του επιχειρηματικού κόσμου» σημειώνει.
Ωστόσο, σε απόλυτα μεγέθη, η σκιώδης οικονομία μειώθηκε: «Οι μακροοικονομικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι η σκιώδης οικονομία στην Ελλάδα ακολούθησε ανοδική πορεία έως και το 2009 (56,9 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές). Από το 2010 (έναρξη των μέτρων λιτότητας και της ελληνικής οικονομικής κρίσης) ακολουθεί πτωτική πορεία και το 2020 έφτασε στα 34,6 δισ. ευρώ».
Πλαστικό χρήμα, δαπάνες για υπηρεσίες και φορολογική συμμόρφωση
Οι αιτίες και τα αποτελέσματα της πτωτικής πορείας, υποστηρίζει, σχετίζονται με την αυξημένη χρήση του πλαστικού χρήματος και τη σημαντική μείωση των δαπανών για υπηρεσίες, λόγω οικονομικής δυσπραγίας.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τον καθηγητή, «πολίτες και επιχειρήσεις συμμορφώνονται φορολογικά, όταν νιώθουν ότι βελτιώνεται η καθημερινότητα τους μέσα από την προσφορά των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών. Διεθνείς δείκτες καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα δεν έχει κάνει σημαντικά βήματα στο κομμάτι αυτό. Επιπλέον, βραχυχρόνια, το μέγεθος της σκιώδους οικονομίας εξαρτάται κυρίως από το ύψος του διαθέσιμου εισοδήματος.
Την προηγούμενη δεκαετία συρρικνώθηκε σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων, οδηγώντας το ποσοστό του πληθυσμού που βιώνει υλική στέρηση (δεν μπορεί να ικανοποιήσει βασικές ανάγκες) από το 23% το 2009 στο 32,6% το 2020. Η σοβαρή υλική στέρηση, η οποία συσχετίζεται αρνητικά με τις δαπάνες για αδήλωτες δραστηριότητες (π.χ. υπηρεσίες), διαγράφει και αυτή ανοδική πορεία και το 2020 άγγιξε το 16,5%.
Άρα, παρόλο που δεν σημειώθηκαν θετικές επιδράσεις στη φορολογική συμμόρφωση, ήταν η μεγάλη αύξηση των συναλλαγών με «πλαστικό χρήμα» και η σημαντική μείωση των δαπανών για υπηρεσίες, που οδήγησαν στη συρρίκνωση της σκιώδους οικονομίας», υποστηρίζει.
«Η έλλειψη φορολογικής συμμόρφωσης στην Ελλάδα δεν θεωρείται ανήθικη»
Στο ερώτημα αν έχει ενισχυθεί η φορολογική συνείδηση των Ελλήνων, ο κ. Βλάχος απαντά αρνητικά: «Οι εργασίες του Παρατηρητηρίου για τη συμμετοχή στη σκιώδη οικονομία κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας καταδεικνύουν ότι η έλλειψη φορολογικής συμμόρφωσης στην Ελλάδα δεν θεωρείται ανήθικη. Οι σημαντικότεροι λόγοι είναι η έλλειψη ανταποδοτικότητας των φόρων και το μέγεθος της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα», εκτιμά.
Πώς πιστεύει ότι θα επηρεάσει η πανδημία την παραοικονομία στην Ελλάδα μεσομακροπρόθεσμα και γιατί; «Με την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι η πανδημία διανύει τις τελευταίες της ημέρες, η σκιώδης οικονομία αναμένεται να αυξηθεί, σε απόλυτα μεγέθη τουλάχιστον. Με την υπόθεση ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας σημειώνει αύξηση κατά 8% το 2021, η σκιώδης οικονομία εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,6 δισ. ευρώ», υποστηρίζει.
Πώς μπορεί να μειωθεί η σκιώδης οικονομία;
Οι σημαντικότεροι λόγοι της ενίσχυσης, λέει, είναι η αύξηση της αδήλωτης απασχόλησης και των δαπανών για υπηρεσίες. «Η μείωση της σκιώδους οικονομίας μεσομακροπρόθεσμα απαιτεί αφενός μεν τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, αφετέρου δε την τόνωση της ανταποδοτικότητας. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας για τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων απασχόλησης και οι επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας για τη μετάβαση στη νέα, πιο ανταγωνιστική παραγωγική δομή, θα μειώσουν τις εισοδηματικές ανισότητες. Αρκετοί εργαζόμενοι όμως, δεν θα διαθέτουν τις απαιτούμενες δεξιότητες για να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις. Για την ομαλή μετάβαση είναι απαραίτητη η αύξηση των δημόσιων δαπανών για την κοινωνική προστασία των εργαζόμενων αυτών, ώστε η αύξηση του ΑΕΠ να μη συνοδευτεί με αύξηση της σκιώδους οικονομίας», καταλήγει.