O κ Charles Dallara, πρώην επικεφαλής του IIF, ο οποίος βρέθηκε τις προηγούμενες ημέρες στην Αθήνα στο πλαίσιο του 33ου Διεθνούς Χρηματοοικονομικού Συνεδρίου του Παγκόσμιου Δικηγορικού Συλλόγου κάνει λόγο για την ανάγκη σχεδίασης ενός νέου προγράμματος για την Ελλάδα, το οποίο θα εστιάζει στη μείωση των φόρων και στην απελευθέρωση των αγορών, αντί να δίνει έμφαση στα πρωτογενή πλεονάσματα, «όπως εσφαλμένα γίνεται τώρα» και καλεί τους Ευρωπαίους επανεξετάσουν τη στάση τους στο ζήτημα του ελληνικού χρέους, τονίζοντας πως η ρύθμισή του θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ανάκαμψη της χώρας.
Στην συνέντευξη που παραχώρησε στην Ημερησία, υπογραμμίζει, πάντως, πως η Ελλάδα χρειάζεται μια κυβέρνηση που θα είναι προσηλωμένη στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων και στην προσέλκυση επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα.
Τέσσερα χρόνια μετά το PSI, η Ελλάδα ζητάει και πάλι «κούρεμα» του χρέους της. Γιατί πιστεύετε συμβαίνει αυτό; Εγινε κάποιος λάθος την πρώτη φορά;
Αυτό που κάναμε πριν από τέσσερα χρόνια ήταν να αναδιαρθρώσουμε και να μειώσουμε το χρέος. Δεν θεωρώ ότι κάτι πήγε λάθος τότε. Εξαλείφοντας πάνω από 100 δισ. ευρώ χρέους και αναδιαρθρώνοντας άλλα 20 δισ. ευρώ ανοίξαμε ένα τεράστιο «παράθυρο» ευκαιρίας για την Ελλάδα. Ωστόσο, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής τότε, αλλά και αυτό που εφαρμόζεται σήμερα, ήταν κακοσχεδιασμένα από την Τρόικα. Αυτό που χρειάζεται για να υπάρξει ανάπτυξη είναι επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα, δημιουργία θέσεων εργασίας και μια αποδοτική κυβέρνηση.
Πόσο αναγκαία είναι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους σήμερα;
Είναι αναγκαίο και χρήσιμο να υπάρξει περαιτέρω μείωση του ελληνικού χρέους σήμερα από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αλλά επίσης να δοθούν «ανάσες», μετατοπίζοντας το βάρος από τα δημοσιονομικά πλεονάσματα στη μείωση του Κράτους, και ανοίγοντας τις αγορές. Με βάση την προηγούμενη εμπειρία η απομείωση του χρέους από μόνη της δεν αρκεί. Πρέπει να υπάρξουν παράλληλα επενδύσεις, ώστε να δοθεί χώρος στην οικονομία να ανασάνει. Η έμφαση στο πρωτογενές πλεόνασμα έχει αδυνατίσει το κίνητρο για επενδύσεις. Οι υπέρογκοι φόροι σε κατανάλωση και επιχειρήσεις αποθαρρύνουν τις επενδύσεις. Σίγουρα, ο περιορισμός των δαπανών είναι χρήσιμος, ωστόσο η απόλυτη έμφαση στα δημοσιονομικά πλεονάσματα είναι εσφαλμένη. Η επιστροφή σε πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, θα έδινε στην οικονομία ανάσες και θα δημιουργούσε λίγο χώρο για ανάπτυξη. Γιατί με την ανάπτυξη, έχεις καλύτερες πιθανότητες να φέρεις το χρέος σε πιο βιώσιμα επίπεδα.
Πώς κρίνετε τη νέα συμφωνία που ετοιμάζετε να υπογράψει η κυβέρνηση με τους πιστωτές, προκειμένου να κλείσει η αξιολόγηση, η οποία εστιάζει στην αύξηση των φόρων αντί στις περικοπές των δαπανών;
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Δεν θεωρώ ότι είναι ακριβώς επιλογή της κυβέρνησης, αλλά γίνεται με την καθοδήγηση του ΔΝΤ και της τρόικα. Εδώ ακριβώς θεωρώ πως χρειάζεται αλλαγή στρατηγικής, σε μια στρατηγική που μειώνει τους φόρους και προσελκύει επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα.
Το ΔΝΤ έκανε πριν από μερικές ημέρες μια τολμηρή πρόταση για το ελληνικό χρέος, η οποία μεταξύ άλλων αφορά μια μεγάλη «περίοδο χάριτος» έως το 2040 για την πληρωμή τόκων ή του κεφαλαίου αλλά και τη σταδιακή αποπληρωμή των δανείων μέχρι το 2080. Τι λέτε για αυτό;
Είναι καλύτερο να εξετασθεί μια μείωση του χρέους. Εάν λύσεις το θέμα του χρέους θα στείλεις το μήνυμα στην αγορά ότι η οικονομία είναι πρόσφορη για επενδύσεις. Η αίσθηση μου είναι ότι θα είναι καλύτερο για τους Ευρωπαίους να αναγνωρίσουν ότι υπάρχει ανάγκη για μείωση και όχι μόνο για την αναδιάρθρωση του.
Πόσο εφικτό είναι αυτό με δεδομένους τους συσχετισμούς δυνάμεων που επικρατούν σήμερα μεταξύ των Θεσμών; Και αυτό γιατί πολλοί στην Ευρώπη, και κυρίως η Γερμανία μιλούν και επιδιώκουν την επιμήκυνση του χρέους αντί του «κουρέματος»…
Η επιμήκυνση δεν είναι ιδανική λύση. Αντίθετα, η μείωση του χρέους μαζί με άλλα μέτρα για την τόνωση της ανάπτυξης και την ενίσχυση των επενδύσεων είναι προτιμότερη, για να ξαναπάρει μπροστά η μηχανή της ανάπτυξης. Η μείωση του χρέους, μπορείτε να το πείτε και «κούρεμα», όπως έγινε τέσσερα χρόνια πριν για τον ιδιωτικό τομέα είναι απαραίτητη και για τον δημόσιο τομέα, για να καθαρίσει ο ορίζοντας και να φύγουν τα σύννεφα πάνω από την ελληνική οικονομία. Μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι θα σχεδιασθεί ένα καινούριο πρόγραμμα για την Ελλάδα. Επίσης, χρειάζεστε μια κυβέρνηση που να έχει μια σωστή στρατηγική και να είναι προσηλωμένη στις δομικές μεταρρυθμίσεις.
Πόσο πιθανή είναι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας υπό τις παρούσες συνθήκες; Πόσο αισιόδοξος είστε;
Εάν έχουμε την έγκριση ενός νέου προγράμματος, μπορεί να υπάρξει ισχυρή ανάκαμψη. Όμως, ύστερα από έξι χρόνια ύφεσης, νομίζω ότι η Ελλάδα χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια μικρή ανάκαμψη. Χρειάζονται επενδύσεις, και αυτό για να γίνει απαιτείται μια ευρύτερη προσέγγιση πάνω στο χρέος, όπως επίσης και μια διαφορετική στρατηγική πάνω στην οικονομική προσαρμογή. Αυτά θα είναι πολύ καθοριστικά. θα έλεγα λοιπόν πως στην παρούσα φάση είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος για την ελληνική οικονομία, όχι όμως υπερβολικά αισιόδοξος. Ωστόσο, δεν συνιστώ την έξοδο από την Ευρωζώνη. Θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια και θα αποθάρρυνε τις επενδύσεις.
Και αυτό το λέτε λόγω των φόρων που θα επιβληθούν;
Σίγουρα, η επιβολή πρόσθετων φόρων δεν θα βοηθήσει την οικονομία, δεν θα βοηθήσει στην αναζωπύρωση της ζήτησης στην εσωτερική αγορά. Φοβάμαι ότι θα δυσκολέψει την προσπάθεια ανάκτησης θέσεων εργασίας, και τη δημιουργία μιας δυναμικής οικονομίας.
Εξι χρόνια Μνημόνια:
Η πολιτική αστάθεια «καθηλώνει» την Ελλάδα
Διανύουμε αισίως τον έκτο χρόνο από τότε που η χώρα βρίσκεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Γιατί πιστεύετε παραμένει η χώρα δέσμια των Μνημονίων;
Πρώτον, γιατί έγιναν λάθη στον σχεδιασμό του προγράμματος από την Τρόικα. Η έμφαση στη δημοσιονομική πειθαρχία και στα πρωτογενή πλεονάσματα δεν αφήνει την οικονομία να «ανασάνει» και να αναπτυχθεί. Δεύτερον, είναι ο πολύ μεγάλος ρόλος που εξακολουθεί να παίζει το Κράτος στην οικονομία. Τρίτον, γιατί η Ελλάδα εγκατέλειψε τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών όταν έγινε μέλος της Ευρωζώνης, και ως εκ τούτου δεν έχει καμία ευελιξία στη νομισματική πολιτική, σε αντίθεση με άλλες χώρες. Τέταρτον, γιατί η ελληνική οικονομία δεν είναι τόσο ανταγωνιστική όσο θα έπρεπε να είναι. Πέμπτον και τελευταίο, λόγω της μεγάλης πολιτικής αστάθειας. Από τα μέσα του 2011 έως τα μέσα του 2012 που ήταν το δύσκολο κομμάτι της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, άλλαξαν δυο κυβερνήσεις, η κυβέρνηση Παπανδρέου και η κυβέρνηση Παπαδήμου. Άλλαξαν δηλαδή, τρεις κυβερνήσεις σε λιγότερο από ένα χρόνο.