Σε τι κατάσταση βρίσκεται η συνοχή των κρατών της Ευρώπης μετά από επτά χρόνια διαδοχικών κρίσεων; Πόσο τραυματισμένη έχει βγει η ΕΕ ως πολιτική και κοινωνική – και όχι μόνο οικονομική- ένωση μετά την κρίση στην ευρωζώνη, την απειλή μέχρι πρότινος ενός Grexit και προσεχώς ενός Brexit; Η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης και η κοπιώδης προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία του Ερντογάν θα εμβαθύνουν τους ευρωπαϊκούς δεσμούς ή θα επιφέρουν ανεπανόρθωτο πλήγμα; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που απασχόλησαν τα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος πάνελ του Global Media Forum (GMF) της Deutsche Welle που ολοκληρώθηκε χθες στη Βόννη.
Από το Νομπέλ Ειρήνης στη βαθιά κρίση
Πριν από λίγα χρόνια η ΕΕ τιμήθηκε με το Νομπέλ Ειρήνης «για τη συμβολή της στην προώθηση της ειρήνης, της συμφιλίωσης, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Την εξιδανικευμένη αυτή εικόνα της ΕΕ συναντά κανείς πλέον μόνο στα προοίμια των θεμελιωδών της συνθηκών, ενώ η πραγματικότητα δείχνει μονίμως να την ξεπερνά. «Η εξέλιξη της ΕΕ έχει πάρει τα τελευταία χρόνια αρνητική τροχιά. Από κάτοχος του Νομπέλ Ειρήνης έχει γίνει διαχειρίστρια κρίσεων, που γίνονται ολοένα πιο βαθιές. Σημαντικότερη είναι η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία επιτείνει την αδιαφορία των πολιτών για τα ευρωπαϊκά πράγματα. Όλα αυτά οδηγούν στην ακύρωση της όποιας συναίνεσης θα μπορούσε να επιτευχθεί», εκτιμά ο Ιβ Λετέρμ, γενικός γραμματέας του Διεθνούς Ινστιτούτου Δημοκρατίας και Εκλογικής Βοήθειας με έδρα τη Σουηδία. Στη συζήτηση με θέμα «Από το Νομπέλ Ειρήνης στην κατάσταση κρίσης. Είναι δυνατή η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας;» ο Ιβ Λετέρμ υπογράμμισε ότι η ΕΕ «είναι μία διαρκής διαδικασία εμβάθυνσης των κοινών αξιών», η οποία δεν θα πρέπει να σταματήσει εξαιτίας των «κακών οιωνών» που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια γεννώντας απαισιοδοξία.
Για τον ίδιο το «blame game» μεταξύ των 28 στο πλαίσιο της ευρωκρίσης και ειδικότερα του ελληνικού ζητήματος κατέδειξε όχι μόνο την αδυναμία λήψης αποφάσεων από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αλλά και την αδυναμία να «παρουσιαστεί επικοινωνιακά στους πολίτες το καλό προφίλ της ΕΕ». «Oι Βρυξέλλες απαιτούν, διατάσσουν…», είναι η έκφραση που κυριάρχησε στο δημόσιο λόγο τα χρόνια της ευρωκρίσης, δημιουργώντας ένα αρνητικό κλίμα για τον διάλογο μεταξύ των εταίρων. Από την πλευρά της η Αντρέα Ντεσπό, αν. διευθύντρια της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας του Βερολίνου, έκανε λόγο για «κρίση των ευρωπαϊκών ιδεωδών», σημειώνοντας ότι η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση οδήγησε σε μια πιο βαθιά κρίση εμπιστοσύνης. «Έτσι δημιουργήθηκε μεν εξ ανάγκης μια ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, ωστόσο το πλαίσιο συζήτησης ήταν αρνητικό». Η ίδια ωστόσο εκτιμά ότι δεν έχει χαθεί ακόμη το παιχνίδι και ότι η «προβολή της καλής πλευράς της ΕΕ, των προνομίων και των ωφελειών για τα κράτη-μέλη, μπορεί να είναι μεν χρονοβόρα και παλιομοδίτικη διαδικασία, παραμένει όμως η μόνη συνταγή για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης». Κι όλα αυτά, εκτιμά η ειδικός, πρέπει να γίνουν εις πείσμα των καιρών, όταν η τάση είναι η διάσπαση της ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας σε επιμέρους εθνικά fora, η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού και η κυοφόρηση της ακροδεξιάς ρητορείας.
Η προσφυγική κρίση μπορεί να κρίνει το μέλλον της ΕΕ
Και η προσφυγκή κρίση, μια κρίση επίσης με έντονη ελληνική διάσταση, βρέθηκε στο επίκεντρο του GMF. «Μετανάστες εναντίον γηγενών. Ο θάνατος της φιλελεύθερης συναίνεσης» ήταν ο τίτλος πάνελ του think tank Carnegie στην παλιά αίθουσα της Ολομέλειας της Γερμανικής Βουλής. Όπως παρατήρησε ο Μίλαν Νιτς, διευθυντής ερευνών του σλοβακικού Ινστιτούτου Πολιτικής GLOBSEC, η προσφυγική κρίση έδωσε ώθηση στην άνοδο της ξενοφοβίας, ιδίως σε χώρες της αν. Ευρώπης, οι οποίες δεν ήθελαν να δεχτούν έστω ως περαστικούς τους πρόσφυγες, την ώρα που αντιμετώπιζαν σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα στο εσωτερικό τους. «Από την άλλη πλευρά οι πρόσφυγες ήθελαν πάση θυσία να φτάσουν στη Γερμανία ή τη Σουηδία, δεν ήθελαν να μείνουν στη Βουλγαρία, ούτε καν να φτάσουν στην Πορτογαλία. Έτσι κάπως δημιουργήθηκε η Ειδομένη», ανέφερε ο Μ. Νιτς. Για τον Νιτς το προσφυγικό έφερε στην επιφάνεια παλιές διαχωριστικές γραμμές και υπό αυτή την έννοια ξεπερνά ως προς τις μακροπρόθεσμες συνέπειές του την οικονομική κρίση.
Πρόκειται άλλωστε για μια διεθνοποιημένη κρίση, στην αντιμετώπιση της οποίας εμπλέκονται και τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία. Για τον Κάντρι Γκιουρσέλ, βασικό πολιτικό σχολιαστή στην Cumhurriyet και πρόεδρο της τουρκικής επιτροπής του Ινστιτούτου Διεθνούς Τύπου, το μεγάλο βάρος πέφτει στην ΕΕ, η οποία οφείλει να φανεί αντάξια των περιστάσεων και να μην κάνει εκπτώσεις αναφορικά με την προάσπιση των θεμελιωδών αξιών της. Ο Τούρκος δημοσιογράφος εκτιμά ειδικότερα ότι η σύνδεση της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας για το προσφυγικό με την κατάργηση της βίζας ήταν μια λάθος τακτική του πρώην πρωθυπουργού Νταβούτογλου, ο οποίος ηθελημένα περιέπλεξε δύο διαφορετικά θέματα. Επιπλέον, όπως ανέφερε ο τούρκος δημοσιογράφος στην DW, η τουρκική κυβέρνηση από την πλευρά της, ειδικά στην πρώτη φάση της προσφυγικής κρίσης, όχι μόνο δεν συνέδραμε αλλά υπέσκαπτε την όποια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στο Αιγαίο. «Οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες είναι εξαιρετικά ικανές για τα αποτρέψουν τα πάντα και δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν γνώριζαν τη δράση των διακινητών στα ελληνοτουρκικά σύνορα στο Αιγαίο», είπε χαρακτηριστικά. Ωστόσο, ο ίδιος δηλώνει ότι παρά τις επιλογές της τουρκικής κυβέρνησης, ο τουρκικός λαός, κυρίως η μεγάλη μεσαία τάξη, είναι υπέρ της Ευρώπης, μολονότι πιστεύουν ότι η ένταξη της χώρας στην ΕΕ θα αργήσει.
Σε κάθε περίπτωση, όπως φάνηκε στη συγκεκριμένη συζήτηση, η αγωνία για το μέλλον της Ευρώπης είναι διάχυτη. Θα επιβιώσει ή θα πεθάνει το ευρωπαϊκό εγχείρημα; Όπως συνόψισε ο αυστριακός ερευνητής Στέφαν Λένε από το Carnegie Europe, το αν θα υπάρξει περισσότερη σύγκλιση και άρα μεγαλύτερη συναίνεση εντός της ΕΕ είναι εν τέλει ζήτημα πολιτικής επιλογής. Αν κοιτάξουμε πάντως πίσω στις απαρχές της ευρωπαϊκής ιδέας, εύκολα συμπεραίνουμε ότι η Ενωμένη Ευρώπη είναι «παιδί» μιας μεγάλης κρίσης, ενός καταστροφικού πολέμου, ο οποίος όμως κατά παράδοξο τρόπο οδήγησε στη μακροβιότερη περίοδο ειρήνης επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Πηγή: DW