του Τάσου Χατζηβασιλείου*
«Yurtta Sulh, Cihanda Sulh», δηλαδή «Ειρήνη στο σπίτι, ειρήνη στον κόσμο». Έτσι δηλώνει, στις 20 Απριλίου 1931, ο Μουσταφά Κεμάλ, περιγράφοντας με τον τρόπο αυτό το δόγμα του για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Στην παραδοσιακή κεμαλική ιδεολογία, η εσωτερική σταθερότητα συνδέεται με τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
«Ειρήνη στο σπίτι, ειρήνη στον κόσμο» είναι ένα εκ των βασικών συνθημάτων των στρατιωτικών που επιχείρησαν το πραξικόπημα την 15η Ιουλίου 2016, παραπέμποντας ουσιαστικά στην ανάγκη για αποκατάσταση του κεμαλισμού και επανασύνδεση της τουρκικής κοινωνίας με τις κοσμικές ρίζες του ιδρυτή της σύγχρονης δημοκρατίας.
Επομένως, αβίαστα εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι πραξικοπηματίες είναι κεμαλιστές, παραδοσιακοί οπαδοί του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Στην οργάνωσή του συμμετείχαν δύο πόλοι. Πέρα από τον προφανή – τον κεμαλικό – υπήρχε κι εκείνος των ισλαμιστών, άλλοτε οπαδών του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Πρόκειται για αξιωματικούς που ένιωσαν πολιτικά ακάλυπτοι, όταν ο Πρόεδρος Ερντογάν άλλαξε προσφάτως ρότα:
Αποκατέστησε τις σχέσεις με σημαντικές χώρες, όπως το Ισραήλ, και ζήτησε συγγνώμη από τη Ρωσία. Έτσι, σχηματίστηκε ένα ιδιόμορφο αντι-ερντογανικό μέτωπο στους κόλπους των Ενόπλων Δυνάμεων, που απεδείχθη ανεπαρκές και απροετοίμαστο να επιτύχει τους δικούς του στόχους. Βέβαια, το συγκεκριμένο μέτωπο επέλεξε να κινητοποιηθεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, προκειμένου να προλάβει τον κυβερνητικό σχεδιασμό για εκκαθαρίσεις στον στρατό εξαιτίας του σκανδάλου κατασκοπείας στη Σμύρνη.
Το 2002, ο Ταγίπ Ερντογάν κερδίζει τις εκλογές, παρόλο που ακόμα στερείται τα πολιτικά του δικαιώματα. Η τουρκική κοινή γνώμη τον υποδέχεται ως «ελευθερωτή» εκείνων που επί δεκαετίες ζούσαν υπό το αυστηρό βαθύ κεμαλικό κράτος. Στην αρχή, ούτε απορρίπτει ούτε απειλεί την κεμαλική ιδεολογία. Αντιθέτως, δηλώνει πως η κυρίαρχη κρατική ιδεολογία δεν είναι μονολιθική κι ότι μπορεί να προσαρμόζεται στις σύγχρονες απαιτήσεις. Ο Ερντογάν προχωρεί σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, επιχειρώντας, ως μοντέρνος Τουργκούτ Οζάλ, τη λεγόμενη «τουρκο- ισλαμική σύνθεση», δηλαδή τον συνδυασμό της τουρκικής εθνικής ταυτότητας με το Ισλάμ. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν έφεραν οικονομική άνθηση και δημιούργησαν μια ισχυρή μεσαία τάξη, ακόμα και στις απομακρυσμένες περιοχές της Ανατολίας.
Το 2003, ψηφίζει το λεγόμενο 7ο Πακέτο Μεταρρυθμίσεων για να εναρμονιστεί η κρατική λειτουργία με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στην ουσία, θεσπίζει τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας επί του στρατού και περιορίζει σημαντικά τη συμμετοχή των αξιωματικών στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.
Ακολουθεί μια περίοδος σχετικής σταθερότητας, μέχρι το 2012, όταν η Αραβική Άνοιξη προκαλεί τη μεταστροφή του Ερντογάν, ο οποίος πλέον επιθυμεί να αναδειχθεί σε ηγέτη του σουνιτικού κόσμου. Αρκετά νωρίτερα, περιθωριοποιεί τα μετριοπαθή στοιχεία του ΑΚΡ και έρχεται σε ρήξη με τον άλλοτε στενό του φίλο Φετουλάχ Γκιουλέν.
Οι πραξικοπηματίες επιθυμούσαν να καταστούν εκφραστές του σημαντικού τμήματος της τουρκικής κοινωνίας που διαφωνεί με τη σκληρή διακυβέρνηση Ερντογάν, τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών και την ισλαμική ατζέντα που προωθείται. Όμως η πραγματικότητα τους διέψευσε. Χιλιάδες πολίτες – αφού βεβαίως το ζήτησε ο ίδιος ο Ερντογάν – ξεχύθηκαν στους δρόμους και διαδήλωσαν υπέρ της κυβέρνησης, γεγονός που δεν συνέβη ποτέ στα τέσσερα πραξικοπήματα της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας.
Έτσι, φάνηκε ότι η παραδοσιακή, η λαϊκή, η θρησκευόμενη Τουρκία είναι αριθμητικά και πολιτικά ισχυρότερη από την άλλη Τουρκία, την πιο δυτικότροπη, την περισσότερο κοσμοπολίτικη και δυναμική.
Μετά τα τελευταία γεγονότα, ο Ερντογάν αναμφισβήτητα κέρδισε. Έχει πλέον τον απόλυτο έλεγχο και μπορεί να προχωρήσει στην μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό.
Όμως η Τουρκία έχασε. Η αποφάσεις της κυβέρνησης για διώξεις σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα, από τον στρατό και το δικαστικό σώμα μέχρι τα πανεπιστήμια και τις νομαρχίες, μετά βεβαιότητας θα παγώσουν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Κι εδώ εντοπίζεται το μεγάλο οξύμωρο: Ο ηγέτης που αναδείχθηκε με σημαία τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις κατά την προηγούμενη δεκαετία, είναι εκείνος που προσυπέγραψε τη διακοπή της μεταρρυθμιστικής πορείας της χώρας του και τη χειροτέρευση των σχέσεων με την Ευρώπη. Εκείνος που αρχικά εξέφρασε κατά κάποιον τρόπο (έστω και προσωρινά) και τις δύο «Τουρκίες» – την παραδοσιακή και τη δυναμική – εκφράζει πλέον μόνο την πρώτη. Το ερώτημα είναι: «Ως πότε θα ισχύει αυτό;».
Ο Τάσος Χατζηβασιλείου γεννήθηκε στις Σέρρες. Είναι πολιτικός επιστήμονας, με ειδίκευση στην Τουρκολογία. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια Κύπρου, Λονδίνου και Αθηνών. Έχει εργαστεί ως σύμβουλος στα υπουργεία Εξωτερικών Ελλάδας και Κύπρου, καθώς και στη Βουλή των Ελλήνων. Έχει συμμετάσχει σε πολλά ερευνητικά προγράμματα στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Τουρκία, την Γαλλία, το Βέλγιο κ.ά.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ