Ο επικεφαλής του Γραφείου Ευρώπης της Ύπατης Αρμοστείας του
ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR) Bενσέν Κοστέλ, σε συνέντευξή του στο έντυπο
ευρωπαϊκής ενημέρωσης Agence Europe, σημειώνει ότι η κατάσταση που
διαμορφώνεται στην Τουρκία σε συνέχεια της αποτυχημένης απόπειρας
πραξικοπήματος δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με τα περιθώρια που διαθέτουν Μη
Κυβερνητικοί Οργανισμοί και λοιπές ανθρωπιστικές οργανώσεις να δράσουν στη
χώρα.
Σε ερώτηση σχετικά με τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για τη
διαχείριση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών, ο ίδιος επισημαίνει ότι «είναι
πολύ νωρίς να προσδιοριστεί κατά πόσο τα γεγονότα στην Τουρκία θα έχουν
σημαντικό αντίκτυπο στις αφίξεις στην ΕΕ […] Αλλά η συμφωνία έχει ανασταλεί de
facto, διότι δεν υπάρχουν πλέον συνομιλητές [από τουρκικής πλευράς], καθώς από
το πραξικόπημα και εντεύθεν, οι Τούρκοι αξιωματικοί που λειτουργούσαν ως
σύνδεσμοι έχουν επιστρέψει στη χώρα τους και ως εκ τούτου, οι επιστροφές
[προσφύγων και μεταναστών] έχουν σταματήσει […] Επίσης, η απόπειρα
πραξικοπήματος δημιουργεί επιπλοκές για την επίτευξη των διαφόρων στόχων της
συμφωνίας της 18ης Μαρτίου».
Σε ερώτηση πώς ο ίδιος αξιολογεί την εφαρμογή της συμφωνίας
ΕΕ-Τουρκίας, αναφέρει ότι, παρά τη μικρή αύξηση στις αφίξεις που διαπιστώθηκε
τις δύο τελευταίες εβδομάδες του Ιουλίου, οι αριθμοί παραμένουν πολύ χαμηλοί
και πλήρως διαχειρίσιμοι από ελληνικής πλευράς. Σημειώνει ακόμα ότι στη μείωση
των αφίξεων συντελεί το γεγονός ότι οι πρόσφυγες γνωρίζουν πως τα σύνορα προς
την Ευρώπη παραμένουν κλειστά, ενώ επιπλέον παράγοντας είναι ο φόβος εξαιτίας
των πρόσφατων τρομοκρατικών επιθέσεων.
Σε ερώτηση σχετικά με το μηχανισμό επανεγκατάστασης
(relocation), ο ίδιος σημειώνει ότι προχωρά αργά, καθώς από τα 66.400 άτομα που
πρόκειται να μεταφερθούν από την Ελλάδα σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν γίνει
προς ώρας μόνο 2.681 μεταφορές (σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η Επιτροπή
στις 27 Ιουλίου). Αναφέρει εξάλλου ότι υπάρχουν ακόμα, παρά τις βελτιώσεις,
προβλήματα στην καταγραφή των αιτήσεων ασύλου στην Ελλάδα, ενώ τα λοιπά κράτη
«ακόμη και πριν από τις τρομοκρατικές επιθέσεις, δεν έσπευσαν να προσφερθούν
για υποδοχή προσφύγων».