Του Κωνσταντίνου Β. Κόλλια*
Ποια ήταν από τα βασικά ζητούμενα από το πρώτο κιόλας μνημόνιο;
Η επίτευξη εσωτερικής υποτίμησης και η αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης. Πολύ απλά, πρώτον, να εξισορροπήσουν μισθοί και τιμές, ώστε να σταματήσει η φούσκα σε αγορές και εμπορεύματα, και δεύτερον, ο πολίτης, που επρόκειτο να δοκιμαστεί από τις συνέπειες της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, να νιώθει τουλάχιστον ίσος απέναντι στο νόμο και σε ό,τι αφορά το πώς μοιράζονται τα φορολογικά βάρη.
6,5 χρόνια μετά, φοβάμαι ότι δεν έχουμε καταφέρει τίποτα από τα δύο.
Αναμφισβήτητα, έχουν μειωθεί τιμές σε προϊόντα και υπηρεσίες, όμως όχι αντίστοιχα με την κατακόρυφη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (λόγω των μειώσεων μισθών και των αυξήσεων φόρων).
Σε ό,τι αφορά το κομμάτι της φορολογίας, η διατήρηση της πολιτικής των αυξήσεων ή της επιβολής νέων έμμεσων φόρων οδηγεί την έμμεση φορολογία σε ποσοστά άνω του 55% επί του συνόλου των εσόδων. Δηλαδή, αυξάνεται όλο και περισσότερο το φορολογικό βάρος, που καλείται να πληρώσει ο φορολογούμενος οριζόντια, ανεξαρτήτως του εισοδήματός του. Με άλλα λόγια, ενισχύονται οι φορολογικές ανισότητες και σε καμία περίπτωση δεν ενισχύεται το αίσθημα δικαιοσύνης και ισότιμης αντιμετώπισης των φορολογουμένων.
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται, δυστυχώς, και ο προϋπολογισμός του 2017, με βάση το προσχέδιο. Υψηλότεροι φόροι για όλους, δυσβάσταχτες εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες (με οριζόντιο ποσοστό 27% για όλους), περικοπές συντάξεων.
Πρόκειται για μέτρα, που αδιαμφισβήτητα δε βοηθούν σε καμία από τις δύο κατευθύνσεις. Μάλιστα, η νέα αύξηση των έμμεσων φόρων στην ουσία ακυρώνει και την όποια προσπάθεια εσωτερικής υποτίμησης, καθώς είτε αυξάνει τις τιμές – δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις αδυνατούν να απορροφήσουν το νέο φορολογικό βάρος -, είτε σπανιότερα εμποδίζει τη μείωσή τους, διατηρώντας τις στα ίδια επίπεδα.
Η αύξηση των φορολογικών βαρών και του κόστους ζωής θα καταστήσει ακόμα δυσκολότερη την εξυπηρέτηση του δανεισμού από τα νοικοκυριά, διογκώνοντας το πρόβλημα για τις τράπεζες, σε μια περίοδο, όπου ήδη τρέχουν τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για τη μείωση της Μη Εξυπηρετούμενης Έκθεσης (NPEs).
Τι πρέπει – και μπορεί – να γίνει;
Αυτός ο αρνητικός – μέχρι στιγμής – πρωταγωνιστής στην πορεία της οικονομίας, οι φόροι, μπορούν – από εδώ και στο εξής – να αποτελέσουν από τους βασικούς μοχλούς της επιστροφής στην ανάπτυξη. Με ποιο τρόπο ; Μέσω της μείωσης της άμεσης και της έμμεσης φορολόγησης σε μια σειρά συντελεστών και της παροχής γενναίων φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις στη χώρα μας.
Επιπλέον, και επειδή είναι ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, πριν εφαρμόσουμε τα παραπάνω μέτρα, η εφαρμογή της πρότασης, που έχει καταθέσει το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, είναι μονόδρομος: Ενιαία ρύθμιση για όλες τις οφειλές σε εφορία, ασφαλιστικά ταμεία και τράπεζες, που ξεπερνούν πλέον τα 235 δισ. Ευρώ.
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι χωρίς μια ενιαία ρύθμιση για όλες αυτές τις όφειλες, ανεξάρτητα από το πού προέρχονται, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι ο κάθε οφειλέτης θα προβεί σε ρύθμιση μεμονωμένα της μιας του οφειλής, όταν γνωρίζει ότι είναι ανοιχτός στις υπόλοιπες οφειλές του και κινδυνεύει να του κατασχεθεί η όποια περιουσία τού έχει απομείνει.
Η πρόταση περιλαμβάνει γενναία ενιαία ρύθμιση σε μεγάλο αριθμό δόσεων με διαγραφή σημαντικού μέρους των προσαυξήσεων και των τόκων υπερημερίας. Ο αριθμός και το ύψος των δόσεων προτείνεται να καθορίζεται από την περιουσιακή κατάσταση, το ύψος των εισοδημάτων, αλλά και την οικογενειακή κατάσταση των οφειλετών.
Μόνο έτσι θα επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από τη χορήγηση μιας επί της ουσίας δεύτερης ευκαιρίας προς τους οφειλέτες, που θέλουν, αλλά δεν μπορούν να είναι συνεπείς, ώστε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να επιστρέψουν στην κανονικότητα και να αρχίσουν να λειτουργούν ξανά με ορίζοντα την ανάπτυξη και τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων τους, το Δημόσιο να διασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος χρημάτων, που θεωρεί χαμένα, για να μην προσφεύγει η εκάστοτε κυβέρνηση (λανθασμένα, αλλά αυτό συμβαίνει) σε επαχθέστερα εισπρακτικά μέτρα, και οι τράπεζες να απελευθερωθούν από το βραχνά των κόκκινων δανείων, να καθαρίσουν σταδιακά τους ισολογισμούς τους και να επανέλθουν στη λειτουργία, για την οποία έχουν συσταθεί: την υγιή χρηματοδότηση της οικονομίας και του επιχειρείν.
* Ο Κωνσταντίνος Β. Κόλλιας είναι Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.