Το ζήτημα του δημόσιου χρέους δεν είναι αμιγώς ελληνικό ζήτημα, αλλά ευρύτερα ευρωπαϊκό. Οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία, αντιμετωπίζουν πολλά σοβαρά ζητήματα εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους τους, το οποίο αγγίζει, κατά μέσο όρο και για τα τρία κράτη-μέλη, το 109% περίπου του ΑΕΠ» επισημαίνει ο αντιπροέδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, σε άρθρο του στη γαλλική οικονομική εφημερίδα «La Tribune».
«Η ρύθμιση του ελληνικού χρέους μέχρι το τέλους του 2016 θα πρέπει να αποτελέσει εφαλτήριο για ανάλογες ρυθμίσεις και σε άλλα κράτη-μέλη, με στόχο να καταστούν οι εθνικές οικονομίες και η Ευρωζώνη συνολικά μια ανταγωνιστική ήπειρος, με αυξημένα ποσοστά απασχόλησης και με ένα ισχυρό και σταθερό κράτος δικαίου» υποστηρίζει ο κ. Παπαδημούλης και επισημαίνει: «η αναγνώριση από μέρους των θεσμών της μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δεν πρέπει να αποτελεί μια επιλεκτική πολιτική ενός κράτους-μέλους, όπως η Ελλάδα, που πράγματι βρίσκεται σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση, αλλά να αναγνωρισθεί ευρύτερα ότι και άλλες οικονομίες αντιμετωπίζουν ανάλογο ζήτημα εξυπηρέτησης και βιωσιμότητας χρέους. Ειδικά για τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες, οι οποίες μπορούν να κινητοποιήσουν κεφάλαια, να ενδυναμώσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης στην πραγματική οικονομία, να ενισχύσουν την περιφερειακή ανάπτυξη και να καθησυχάσουν τις αγορές, και κατά συνέπεια να παρασύρουν ολόκληρη την Ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή οικονομία, είναι απαραίτητο να ρυθμιστεί το ζήτημα του δημόσιου χρέους ως ένα μείζον θέμα για όλη την Ευρώπη».
Υπενθυμίζει ότι «η ελληνική κυβέρνηση και οι θεσμοί συμφώνησαν στο Eurogroup του περασμένου Μαΐου στον «οδικό χάρτη» για τη διευθέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους, ώστε να καταστεί βιώσιμο. Η παραδοχή από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και η αναζήτηση άμεσων και μεσοπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνσή του, αποτελούν ένα από τα βασικά σημεία της συμφωνίας για το τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής», για να προσθέσει ότι «η γερμανική κυβέρνηση επιδιώκει να παραπέμψει το ζήτημα στις καλένδες, διατηρώντας τις όποιες ισορροπίες έχουν απομείνει εντός του σχηματισμού CDU-CSU, τόσο υπό τον φόβο της αρνητικής στάσης που κρατούν για το ελληνικό ζήτημα τα ισχυρά συντηρητικά στοιχεία του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, όσο και από την πολιτική απειλή που συνιστά το ακροδεξιό AfD, που τείνει να παίξει καταλυτικό ρόλο στη Γερμανία, ενόψει των προεδρικών εκλογών το φθινόπωρο του 2017».
Αναφέρεται στο γεγονός ότι «μόνο η Γερμανία, από τις χώρες της Ευρωζώνης, βρίσκεται στις δέκα πρώτες πιο ανταγωνιστικές οικονομίες παγκοσμίως για άλλη μια χρονιά (2016), σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ» και όπως τονίζει αυτό «θα πρέπει να προβληματίζει όχι μόνο την Κομισιόν και τους Ευρωπαίους ηγέτες, αλλά και τη γερμανική ηγεσία».
«Τα οικονομικά στοιχεία συγκλίνουν τα τελευταία χρόνια στο ότι η Γερμανία αναπτύσσεται σταθερά εις βάρος των υπόλοιπων ευρωπαϊκών οικονομιών, κάτι το οποίο προοπτικά δεν συμφέρει ούτε το ίδιο το Βερολίνο, τόσο σε οικονομικό και εμπορικό επίπεδο, όσο και σε πολιτικό επίπεδο» συμπληρώνει ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.