«Το αναπάντεχο στοιχείο στην πτώση της αξίας της στερλίνας είναι πως δεν συνέβη νωρίτερα. Η Βρετανία οδεύει προς μια απευθείας ρήξη με την Ε.Ε. και σε μια καταστολή της μετανάστευσης που θα αποδυναμώσει τις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο», αναφέρει ρεπορτάζ των Financial Times και προσθέτει:
«Η κυβέρνηση δεν έχει ακόμα κατανοήσει μια απλή αλήθεια της παγκοσμιοποίησης: τα έθνη δεν μπορούν να διακηρύξουν ότι είναι ανοιχτά για τις επιχειρήσεις και στη συνέχεια να κλείσουν την πόρτα στους ξένους. Η Βρετανία θα είναι πιο φτωχή μετά το Brexit, η υποτίμηση της στερλίνας λειτουργεί ως ένας μηχανισμός μετάδοσης για την μείωση του επιπέδου διαβίωσης. Το πόσο πιο φτωχή θα εξαρτηθεί από την ποιότητα της σχέσης που θα διατηρήσει η Βρετανία με τον μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο και από το αν μπορεί να αντισταθμίσει την απώλεια των ευρωπαϊκών ευκαιριών με το να μετατραπεί σε έναν πιο ελκυστικό προορισμό για άλλους».
Παράλληλα, επισημαίνεται: «Στο συνέδριο του κόμματος των Τόρις, η κα. Μέι ένιωσε πως πρέπει να στραφεί προς την πλευρά του φανατισμού. Οι κόκκινες γραμμές της Βρετανίας, σημείωσε, περιλαμβάνουν τον έλεγχο των συνόρων και το τέλος της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Τώρα αρχίζει να αξιολογεί το πιθανό οικονομικό κόστος αυτής της στάσης. Μετά από συνομιλία με την κα. Μέι στην Κοπενχάγη, ο Λαρς Λόκε Ράσμουσεν, ο πρωθυπουργός της Δανίας, σημείωσε: «Πρέπει να γίνει ακόμα πολύ δουλειά στο Ηνωμένο Βασίλειο προτού υπάρξει μια ξεκάθαρη άποψη για το τι θέλουν οι Βρετανοί».
Το δημοσίευμα καταλήγει σημειώνοντας πως «είτε πρόκειται για αυτοκίνητα, είτε για την τεχνολογία, την τραπεζική, τις φαρμακευτικές ή την επεξεργασία τροφίμων, οι πολυεθνικές αλυσίδες ανεφοδιασμού βασίζονται σε ένα πολυεθνικό εργατικό δυναμικό. Η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων είναι κάτι περισσότερο από ένας πυλώνας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Είναι η περιγραφή της φύσης των σύγχρονων επιχειρήσεων. Αυτός είναι ο λόγος που οι διμερείς εμπορικές συμφωνίες σχεδόν καθολικά περιλαμβάνουν την πρόβλεψη για απελευθέρωση των θεωρήσεων εισόδου».