Tης Margaret Sullivan*
Εν ολίγοις, τα μέσα ενημέρωσης έχασαν την είδηση. Ένας τεράστιος αριθμός των Αμερικανών ψηφοφόρων ήθελε κάτι διαφορετικό. Και παρόλο που οι ψηφοφόροι το φώναζαν, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι απλά δεν το άκουγαν. Δεν πήραν το μήνυμα.
Δεν πήραν το μήνυμα ότι τα τεράστια, ενθουσιώδη πλήθη στις συγκεντρώσεις του Ντόναλντ Τραμπ θα μεταφραστούν σε τόσους πολλούς ψήφους. Δεν πίστευαν ότι η Αμερική που γνώριζαν θα αγκάλιαζε κάποιον που χλεύασε έναν άνθρωπο με ειδικές ανάγκες, καυχήθηκε για σεξουαλική επίθεση τις γυναίκες, και τάχθηκε υπέρ του μισογυνισμού, του ρατσισμού και του αντισημιτισμού.
Ήταν ένα άσχημο σενάριο. Συνεπώς, πίστευαν ότι με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσε να αποφευχθεί.
Οι δημοσιογράφοι, μορφωμένοι και ως επί το πλείστον φιλελεύθεροι είναι πιο πιθανό από ποτέ να ζήσουν και να εργαστούν στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, ή στη δυτική ακτή. Και παρόλο που μίλησαν με κάποιες ανθρακωρύχους ή άνεργους υποβαθμισμένων περιοχών, δεν τους πήραν στα σοβαρά. Ή τουλάχιστον αρκετά σοβαρά.
Και ο Τραμπ – ο οποίος αποκαλούσε τους δημοσιογράφους αποβράσματα και διεφθαρμένους – μας απομάκρυνε τόσο που δεν μπορούσαμε να δούμε αυτό που ήταν μπροστά στα μάτια μας. Συνεχίζαμε να παρακολουθούμε τις ιστοσελίδες με τα προγνωστικά στοιχεία που μας καθησύχαζαν, αν και όλοι γνωρίζουμε ότι πρόκειται απλώς για προβλέψεις και όχι ψήφους.
Εξάλλου, ποτέ κανείς δεν ξέρει πόσοι και ποιοι θα πάνε στις κάλπες. Και ακόμη και οι δημοσκόποι που ήταν φίλα προσκείμενοι στην Κλίντον είχαν αφήσει ένα περιθώριο νίκης του Τραμπ. Αλλά κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Ήθελαν την Κλίντον για Πρόεδρο παρά τα όποια ελαττώματά της γιατί ήξεραν τι να περιμένουν. Ένιωθαν κάποια ανακούφιση.
Πρόκειται για μια επική αποτυχία. Και το περίεργο είναι, βέβαια, ότι τα μέσα ενημέρωσης συνέβαλαν στη νίκη του Τραμπ.
Τα μέσα ενημέρωσης δημιούργησαν τον Τραμπ; Και βέβαια όχι, δεν είχαν αυτή τη δύναμη. Αλλά τον βοήθησαν σημαντικά καλύπτοντας τις κινήσεις τους όλους τους μήνες έως να πάρει το χρίσμα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση με τα προσωπικά emails της Κλίντον και τον διοικητή του FBI James B. Comey.
Δεν είμαι οπαδός του Πίτερ Τίελ, του δισεκατομμυριούχου που έκλεισε την εταιρία του Gawker καλύπτοντας τα έξοδα της μήνυσης του επαγγελματία παλαιστή Χάλκ Χόγκαν. Στην πραγματικότητα, τον βρίσκω αποκρουστικό.
Όταν όμως μίλησε πρόσφατα στο National Press Club, είπε κάτι εντυπωσιακό για τον Ντραμπ.
“Τα μέσα ενημέρωσης παίρνουν πάντα τον Τραμπ τοις μετρητοίς. Δεν τον αντιμετωπίζουν ποτέ σοβαρά, αλλά πάντα τοις μετρητοίς,” είπε ο Τίελ. Οι δημοσιογράφοι ήθελαν να μάθουν πώς ακριβώς θα απελάσει τους παράνομους μετανάστες ή πώς θα καταπολεμήσει τον ΙSIS. Θέλαμε λεπτομέρειες.
Αλλά πολλοί ψηφοφόροι σκέφτονται διαφορετικά: Παίρνουν τον Τραμπ στα σοβαρά αλλά όχι τοις μετρητοίς.
Συνειδητοποιούν, σύμφωνα με τον Τίελ, ότι ο Τραμπ δε πρόκειται να χτίσει ένα τείχος. “Αυτό που ακούνε είναι ‘ότι θα έχουμε μία πιο υγιή, λογική μεταναστευτική πολιτική.'”
Παράλληλα, ο Τραμπ ένιωσε προφανώς το θυμό των Αμερικάνων για θέματα όπως το εμπόριο και το μετανευστικό.
Και παρόλο που πολλοί δημοσιογράφοι και πρακτορεία μιλούσαν για την απελπισία αυτών των Αμερικάνων, δεν τους πήραμε στα σοβαρά. Και παρόλο που εμείς οι δημοσιογράφοι θέλουμε να εμφανιζόμαστε ως κυνικοί, κάποιες φορές είμαστε ιδεαλιστές, ακόμη και αφελείς.
Θέλαμε να πιστέψουμε σε μία χώρα όπου η ευγένεια και η ευπρέπεια είχαν ακόμα σημασία, και όπου κάποιος τόσο άξεστος και εμπαθής δεν θα μπορούσε ποτέ να εκλεγεί, γιατί η Αμερική αντιπροσωπεύει κάτι καλύτερο.
Μπορώ να κατηγορήσω τους δημοσιογράφους για πολλά πράγματα, αλλά σίγουρα όχι για αυτό.
* Η Μάργκαρετ Σάλιβαν είναι αρθρογράφος της Washington Post
Πηγή: Washington Post/ ΑΠΕ-ΜΠΕ