Αβέβαιο κρίνεται το μέλλον περισσότερων των 800 εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, των οποίων η διατροφική επάρκεια σε πρωτεΐνες εξαρτάται από τα ψάρια. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η νέα επιστημονική μελέτη του WWF, «Ψαρεύοντας πρωτεΐνη – Οι επιπτώσεις της θαλάσσιας αλιείας στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια έως το έτος 2050», η οποία δίνεται σήμερα στη δημοσιότητα.
Η νέα έκθεση για τη διατροφική αξία των ψαριών και τη μελλοντική επάρκεια των αλιευμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, καταλήγει στο βασικό συμπέρασμα ότι έως το 2050, τα ψάρια ενδέχεται να πάψουν να αποτελούν βασική πηγή τροφής και πρωτεΐνης για εκατομμύρια ανθρώπους που προέρχονται κυρίως από φτωχές χώρες.
Η έκθεση με τίτλο «Ψαρεύοντας πρωτεΐνη- Οι επιπτώσεις της θαλάσσιας αλιείας στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια έως το έτος 2050», η σύνταξη της οποίας ανατέθηκε σε επιστήμονες από το πανεπιστήμιο του Κιέλου από το WWF Γερμανίας, αναλύει την ποσότητα ψαριών που μπορούν να αλιευθούν από τις θάλασσες με βιώσιμο τρόπο μέχρι και το 2050, τονίζοντας πως ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων από φτωχές χώρες θα προτιμούν να εξάγουν τα ψάρια που αλιεύουν, αντί να τα καταναλώνουν, χωρίς ωστόσο, να είναι σε θέση να βρουν μια εναλλακτική πηγή πρωτεϊνών στη διατροφή τους.
Ο υπεύθυνος Θαλάσσιων Προγραμμάτων του WWF Ελλάς, Γιώργος Παξιμάδης, σχολιάζει σχετικά: «Tα καλά νέα είναι πως εάν η διεθνής κοινότητα προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές για τη βελτίωση της διαχείρισης της αλιείας και τη διατήρηση του θαλάσσιου οικοσυστήματος, οι ωκεανοί θα εξακολουθήσουν να παρέχουν στους ανθρώπους επαρκή ποσότητα ψαριών και κατά τις επόμενες δεκαετίες. Η πρόκληση για την ανθρωπότητα, ωστόσο, θα παραμένει: οφείλουμε να εξασφαλίσουμε πως τα ψάρια θα καταλήγουν και στα πιάτα εκείνων που τα έχουν περισσότερο ανάγκη για την επιβίωσή τους. Η κατανάλωση ψαριών στις βόρειες περιοχές του πλανήτη επηρεάζει σημαντικά τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς οι τελευταίοι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα ψάρια».
Όπως υπογραμμίζει η οργάνωση, οι αναπτυσσόμενες χώρες ήδη διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο στον εφοδιασμό της παγκόσμιας αγοράς ψαριών. Περίπου το 61% των παγκόσμιων εξαγωγών σε ψάρια προέρχεται από χώρες των νότιων περιοχών του πλανήτη. Συγχρόνως, οι κάτοικοι των χωρών αυτών διαπιστώνεται πως εξαρτώνται πολύ περισσότερο από τα ψάρια ως βασική πηγή τροφής και πρωτεΐνης, συγκριτικά με τους κατοίκους των ανεπτυγμένων χωρών (π.χ. στην Ευρώπη).
«Απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιώσιμη αύξηση του όγκου των αλιευμάτων είναι μια ολιστική θεώρηση του θαλάσσιου οικοσυστήματος, καθώς και μια βελτιωμένη, αποτελεσματική και αυστηρά εφαρμοζόμενη διαχείριση της αλιείας, η οποία θα στοχεύει σε υγιή ιχθυαποθέματα», τονίζει ο Γ. Παξιμάδης, προθέτοντας: «Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται και αντίστοιχα, πρόκειται να αυξηθεί και η ζήτηση για ψάρια. Το να καταλήξουμε με λιγότερα ψάρια διαθέσιμα προς αλίευση θα ήταν καταστροφικό για τα 800 εκατομμύρια των ανθρώπων που έχει υπολογιστεί πως εξαρτώνται άμεσα από τα ψάρια, καθώς αποτελούν γι’ αυτούς ζωτικής σημασίας πηγή τροφής, αλλά και εισοδήματος».
Δεδομένου ότι τα Ηνωμένα Έθνη στοχεύουν στην εξάλειψη της παγκόσμιας πείνας έως το 2030, το WWF καλεί τους φορείς λήψης αποφάσεων να θέσουν ως προτεραιότητα στα σχέδια δράσης τους τη βελτίωση της διαχείρισης της αλιείας, προκειμένου να διασφαλιστούν οι πολύτιμοι πόροι των θαλασσών και για τις επόμενες γενιές. Επιπλέον, το WWF καλεί τους Ευρωπαίους καταναλωτές να αγοράζουν βιώσιμα ψαρικά ακολουθώντας τις συμβουλές του οδηγού υπεύθυνης κατανάλωσης ψαρικών Fish Guide (http://fishguide.wwf.gr/)