Την 43η θέση καταλαμβάνει η Ελλάδα στην λίστα με τις χώρες όσον αφορά στον Παγκόσμιο
Δείκτη Ανταγωνιστικότητας Ταλέντων 2017, σύμφωνα με τη Διεθνή Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων, INSEAD.
Ωστόσο, η χώρα πέρυσι κατείχε την 49η θέση όσον αφορά στον θέμα αυτό.
Τα παραπάνω στοιχεία
αναφέρονται στον Παγκόσμιο Δείκτη Ανταγωνιστικότητας
Ταλέντων (GTCI) ο οποίος αποτελεί μια ετήσια
έκθεση συγκριτικής αξιολόγησης που καταγράφει την ικανότητα των χωρών να
ανταγωνίζονται για τα ταλέντα. Αυτό είναι Προϊόν συνεργασίας του Ομίλου Adecco
με το INSEAD και το Human Capital Leadership Institute of Singapore (HCLI)
Ο δείκτης GTCI μετρά το πώς οι χώρες αναπτύσσουν,
προσελκύουν και διατηρούν ταλέντα και αποτελεί σημαντική πηγή για τους
υπεύθυνους λήψης αποφάσεων προκειμένου να αναπτύσσουν στρατηγικές με στόχο την
ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ταλέντων.
Το θέμα της τέταρτης έκδοσης του GTCI είναι “Ταλέντο
και Τεχνολογία: Διαμορφώνοντας το Μέλλον της Εργασίας”.
Πιο αναλυτικά, με
εξαίρεση τον πυλώνα “Διατήρησης” ταλέντων, η Ελλάδα αποδίδει
γενικότερα κάτω του μέσου όρου της ομάδας εισοδήματος και της περιοχής της σε
όλους τους πυλώνες, ενώ μεγάλο μειονέκτημα σε σχέση με τις χώρες στην κορυφή
της κατάταξης παρατηρείται στον πυλώνα της “Προσέλκυσης” ταλέντων
(-38,65%).
Επιπλέον, η Ελλάδα δυσκολεύεται ιδιαίτερα να δημιουργήσει
μια ανταγωνιστική δεξαμενή ταλέντων με αποτέλεσμα να έχει πολύ χαμηλή απόδοση
και στον πυλώνα της “Ενεργοποίησης” (-36,28%).
Η Ελλάδα φαίνεται επίσης να βραδυπορεί σε ό,τι αφορά στην
“Ετοιμότητα των ταλέντων για τη χρήση τεχνολογιών” που δείχνει τον
βαθμό εξοικείωσης με πρακτικές που σχετίζονται με την τρέχουσα τεχνολογία.
Παρόλο που το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας, αλλά και
οι πολιτικές απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας θα μπορούσαν σίγουρα να
λειτουργούν καλύτερα, σημαντικό περιθώριο βελτίωσης φαίνεται να υπάρχει στα
πεδία της προαγωγής της διασύνδεσης των εμπλεκομένων φορέων και της ανάπτυξης
ικανοτήτων χρήσης της τεχνολογίας.
Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι ευρωπαϊκά κράτη που
βρίσκονται στις πρώτες θέσεις (όπως η Ελβετία ή η Δανία) θα μπορούσαν να
προσφέρουν καλές πρακτικές για τη βελτίωση του κανονιστικού τοπίου και της
αγοράς ενώ, η χώρα μας θα μπορούσε να βελτιωθεί και στον τομέα των
“Επαγγελματικών δεξιοτήτων” με την Τσεχική Δημοκρατία να προσφέρει
κάποιες βέλτιστες πρακτικές στον τομέα αυτό.
Η Ελβετία και η Σιγκαπούρη καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις
στον δείκτη GTCI 2017, ενώ τέσσερις Σκανδιναβικές χώρες περιλαμβάνονται στην
πρώτη δεκάδα (Σουηδία, Δανία, Φινλανδία και Νορβηγία). Το Ηνωμένο Βασίλειο και
οι Ηνωμένες Πολιτείες κατατάσσονται στην τρίτη και τέταρτη θέση αντίστοιχα.
Οι χώρες που βρίσκονται υψηλότερα στην κατάταξη μοιράζονται
κοινά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα εκπαιδευτικά
συστήματα που καλύπτουν τις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας, οι πολιτικές
απασχόλησης που ευνοούν την ευελιξία, την κινητικότητα και την
επιχειρηματικότητα, και η υψηλή διασύνδεση/συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων
σε επιχειρήσεις και κυβερνήσεις.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η πρώτη έκδοση του δείκτη GCTCI
περιλαμβάνει 46 πόλεις, με την Κοπεγχάγη να καταλαμβάνει την πρώτη θέση, ενώ
ακολουθούν η Ζυρίχη και το Ελσίνκι.
Το Σαν Φρανσίσκο και
το Λος Άντζελες είναι οι δυο αμερικανικές πόλεις που βρίσκονται στην πρώτη
δεκάδα, καθώς κατατάσσονται στην τέταρτη και όγδοη θέση αντίστοιχα. Το Σίδνεϊ
και η Σιγκαπούρη, στη 12η και 19η θέση αντίστοιχα, είναι ηγέτες στην περιοχή
Ασίας-Ειρηνικού.
Η απόδοση στην
ανταγωνιστικότητα ταλέντων σε επίπεδο πόλεων μετρήθηκε με βάση μια σειρά από
παραμέτρους, και φαίνεται πως οι πόλεις της πρώτης δεκάδας παρουσιάζουν υψηλή
ποιότητα ζωής, υψηλά επίπεδα συνδεσιμότητας, ευκαιρίες για διεθνή προβολή καθώς
και επαγγελματικές ευκαιρίες.