Η
κυβέρνηση είναι έτοιμη να δεχθεί έναν ενισχυμένο δημοσιονομικό «κόφτη» μετά το
2018, εφόσον υπάρξει μία ευρύτερη συμφωνία που θα περιλαμβάνει και τα
μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης
Τζανακόπουλος, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών. Ουσιαστικά, ο
εκπρόσωπος άφησε να εννοηθεί ότι η κυβέρνηση θα δεχθεί να προσδιορίσει ότι, σε
περίπτωση που δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το
2018, θα προβλέπονται μέτρα, όπως η μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων, όπως
έχει ζητήσει το ΔΝΤ.
«Η
κυβέρνηση έχει τονίσει πολλές φορές και με τον πλέον σαφή τρόπο, ότι δεν
υπάρχει περίπτωση να προχωρήσει στη νομοθέτηση νέων μέτρων. Ωστόσο, εάν όλα τα
ζητήματα συμφωνηθούν, όπως τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, για το
δημοσιονομικό μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσει η ελληνική οικονομία μετά το
2018 και το μόνο που μένει είναι μια αυξημένη εγγύηση προς το ΔΝΤ, μετά την
επίτευξη των στόχων, τότε εμείς είμαστε διατεθειμένοι να μπούμε σε μια συζήτηση
για το μηχανισμό αυξημένων εγγυήσεων», προσέθεσε ο κ. Τζανακόπουλος και τόνισε:
«Πρόκειται για μηχανισμό δημοσιονομικής διόρθωσης ο οποίος δεν πρόκειται ποτέ
να εφαρμοστεί διότι δεν θα χρειαστεί καθώς τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας
δεν τον επιβάλλουν».
«Αυτή
είναι η δική μας υποχώρηση», συνέχισε, «ο δικός μας συμβιβασμός έτσι ώστε να
μπορέσει να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας το οποίο να οδηγήσει στο κλείσιμο της
δεύτερης αξιολόγησης, την υπέρβαση της ασυμφωνίας, η οποία υπάρχει μεταξύ των
ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ, έτσι ώστε να ακολουθήσουμε το χρονοδιάγραμμα που
έχει τεθεί, το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, η ένταξη στο πρόγραμμα
ποσοτικής χαλάρωσης και στη συνέχεια οι δοκιμαστικές έξοδοι στις αγορές, έτσι
ώστε τον Αύγουστο του 2018 να έχουμε τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτήσουμε το
ελληνικό χρέος χωρίς την στήριξη του επίσημου τομέα. Αυτό αποτελεί έναν έντιμο
συμβιβασμό, ένα σημείο στο οποίο μπορούν να συμφωνήσουν όλες οι εμπλεκόμενες
πλευρές».
«Η
κύρια ύλη της δεύτερης αξιολόγησης έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και έχουν γεφυρωθεί
οι διαφορές οι οποίες υπήρχαν στην αρχή των διαπραγματεύσεων. Ο λόγος για τον
οποίο δεν έχουμε προχωρήσει ακόμη στο κλείσιμο της αξιολόγησης είναι οι
παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ, το οποίο αμφισβητεί τα στοιχεία όχι της ελληνικής
κυβέρνησης, αλλά των ευρωπαϊκών θεσμών, σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις για την
πορεία της ελληνικής οικονομίας, μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του
2018», επανέλαβε ο κ.Τζανακόπουλος.
Απαντώντας
σε ερώτηση για το ενδεχόμενο να επηρεαστούν τα χρονοδιαγράμματα μετά από
ενδεχόμενη αποχώρηση του ΔΝΤ, με δεδομένη τη δήλωση του κ. Σόιμπλε ότι θα
πρέπει κάτι τέτοιο να εγκριθεί από το γερμανικό κοινοβούλιο, ο κυβερνητικός
εκπρόσωπος επανέλαβε ότι το χρονοδιάγραμμα εξαρτάται από το πότε το ΔΝΤ θα
πάρει μία τελική απόφαση σε σχέση με το ελληνικό πρόγραμμα.
«Είναι
θετικό ότι από την προηγούμενη εβδομάδα η Γερμανία αφήνει ανοικτό παράθυρο για
την ύπαρξη συμφωνίας και τη συνέχιση του προγράμματος χωρίς τη συμμετοχή του
ΔΝΤ», είπε ο κ. Τζανακόπουλος και προσέθεσε, ότι «ο Γερμανός υπουργός
Οικονομικών είπε τα αυτονόητα, δηλαδή οποιαδήποτε τροποποίηση σε ό,τι αφορά
τους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα θα πρέπει να εγκριθεί από το γερμανικό
Κοινοβούλιο».
Ο
κυβερνητικός εκπρόσωπος επισήμανε ακόμα ότι η κυβέρνηση έχει τηρήσει όσα
συμφωνήθηκαν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2015, και «επιθυμεί η οποιαδήποτε
απόφαση να ληφθεί το συντομότερο δυνατό και να αποφευχθούν αχρείαστες ολιγωρίες
και κωλυσιεργίες στο ζήτημα της δεύτερης αξιολόγησης». «Η κυβέρνηση εργάζεται
σκληρά με βάση το χρονοδιάγραμμα σύμφωνα με το οποίο κατά το πρώτο τρίμηνο του
2017, η Ελλάδα να μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με την απόφαση της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας», προσέθεσε , τονίζοντας πως «παρά το γεγονός ότι
η ελληνική κυβέρνηση θέτει επιτακτικά στο τραπέζι το ζήτημα της ολοκλήρωσης της
αξιολόγησης, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ούτε χρηματοδοτική πίεση, ούτε τα
μεγέθη της ελληνικής οικονομίας είναι τέτοια που να προκαλούν εκτεταμένες
ανησυχίες».
Ερωτηθείς
για το αν η αύξηση των κρατικών εσόδων προέρχεται από την πάταξη της
φοροδιαφυγής και εάν αυτό μπορεί να επιτρέψει μείωση της φορολογίας, ο
κυβερνητικός εκπρόσωπος επισήμανε ότι αυτή τη στιγμή τη στιγμή έχουμε
πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως των 4,39 δισ. ευρώ, ενώ με βάση τους
υπολογισμούς που είχαν γίνει εκ μέρους της κυβέρνησης αλλά και των ευρωπαϊκών
θεσμών, είχε τεθεί στόχος ώστε τον Ιανουάριο του 2017 σε τροποποιημένη ταμειακή
βάση ο κρατικός προϋπολογισμό να έχει πλεόνασμα 1,98 δισ. ευρώ και προσέθεσε:
«Οι υπολογισμοί αυτοί δεν συμπεριέλαβαν σειρά μη περιμετρικών παραγόντων,
δηλαδή την αύξηση της φορολογικής ύλης που έχουμε επιτύχει. Αν συνεχιστεί και
τον επόμενο χρόνο, θα μπορούσε να τροποποιήσει το σύνολο των προβλέψεων που
γίνονται προκειμένου να τεθούν οι στόχοι και με αυτή την έννοια να δημιουργήσει
δημοσιονομικό χώρο ακόμη και για φορολογικές ελαφρύνσεις. Αυτό όμως είναι κάτι
που μπορεί να συμβεί προοπτικά. Πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι και το 2017 ότι η
υπεραπόδοση των εσόδων οφείλεται στην αύξηση της φορολογικής ύλης και αυτό
πρέπει να επιβεβαιωθεί και το 2017».