Στους λόγους, για τους οποίους θα
πρέπει να ανακοινωθούν άμεσα – και όχι μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018 – τα
μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, αναφέρθηκε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος,
Γιάννης Στουρνάρας.
Παράλληλα, τόνισε ότι τα όποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη
για τη βιωσιμότητά του και ότι το ελληνικό χρέος “θα διευθετηθεί οριστικά, ενδεχομένως, από την επόμενη γενιά
Ελλήνων και Ευρωπαίων πολιτικών, οι οποίοι δεν θα έχουν συμμετάσχει στη
δημιουργία του προβλήματος”.
Σε ομιλία που έκανε στην παρουσίαση του βιβλίου, με τίτλο: «Το δημόσιο
χρέος της Ελλάδας», των Π. Καζάκου, Π. Λιαργκόβα και Σ. Ρεπούση, ο κ.
Στουρνάρας σημείωσε τα εξής:
«Είναι γεγονός ότι έχουν ήδη γίνει
σημαντικές ευνοϊκές προσαρμογές στους όρους δανεισμού από το 2010 και έπειτα,
και ιδιαίτερα το 2012, όπως μετάθεση των λήξεων, μείωση επιτοκίων, περίοδοι
χάριτος και αναβολή των πληρωμών τόκων. Ως αποτέλεσμα αυτών των προσαρμογών, η
σταθμισμένη διάρκεια του δημοσίου χρέους έχει αυξηθεί σε 17 έτη και οι δαπάνες
για τόκους σε ταμειακή βάση προβλέπεται να παραμείνουν κάτω από 3% του ΑΕΠ έως
το 2022, όταν θα λήξει η δεκαετής αναβολή των πληρωμών τόκων επί του δανείου
του EFSF. Ως αποτέλεσμα της
μακράς διάρκειας και της χαμηλής επιτοκιακής επιβάρυνσης, συχνά υποστηρίζεται
από τους εταίρους ότι είναι δυνατόν να μετατεθεί χρονικά η ελάφρυνση του
ελληνικού χρέους, με μέτρα μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, μετά τη
λήξη του προγράμματος το 2018. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά επιχειρήματα για
άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους:
- Πρώτον,
τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη
αποδόσεών τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, γεγονός που σημαίνει ότι,
με το ίδιο κόστος, τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι
επωφελέστερη για την Ελλάδα, αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια,
όταν τα επιτόκια παγκοσμίως θα είναι υψηλότερα. Ήδη παρατηρείται μια
αντιστροφή της τάσης μείωσης των επιτοκίων παγκοσμίως από το 4ο
τρίμηνο του 2016. - Δεύτερον,
η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της
εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα τη μείωση
των ασφαλίστρων κινδύνου, τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των
επιχειρήσεων και την ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης
της ελληνικής οικονομίας.
- Τρίτον,
όταν ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ)
ξεπερνάει το επίπεδο του 100%, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέτρα που
μειώνουν την επιβάρυνση από τόκους μπορούν να βελτιώσουν τη δυναμική του χρέους
ταχύτερα από ότι τα μέτρα που αποσκοπούν σε αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος:
Καθώς ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ είναι περίπου 180%, μια μείωση
του μεσοσταθμικού επιτοκίου εξυπηρέτησης του χρέους κατά 1 εκατοστιαία μονάδα
οδηγεί σε μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά 1,8 εκατοστιαίες μονάδες.
Αντίθετα, μια αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1 εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ βραχυπρόθεσμα οδηγεί σε μείωση
του λόγου δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 1 εκατοστιαία μονάδα, και αυτό, στην
καλύτερη δυνατή περίπτωση, δηλαδή όταν ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ισούται
με μηδέν (το οποίο γνωρίζουμε ότι δεν ισχύει). - Την
ίδια επίδραση στη δυναμική του χρέους με μια μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου
έχει και μια αύξηση του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ. Καθώς, όμως, η
οικονομική ανάπτυξη δεν είναι μέσο αλλά αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής,
θα περιοριστώ μόνο στην εξέταση μέτρων, που μειώνουν το μεσοσταθμικό επιτόκιο,
και θα εξηγήσω πως ενδεικτικά μπορούμε να βελτιώσουμε τους αναπτυξιακούς
ρυθμούς. - Το
μεσοσταθμικό επιτόκιο προκύπτει ως ο λόγος των πληρωμών τόκων προς το υπόλοιπο
του χρέους. Μπορεί να μειωθεί με δυο τρόπους: (α) άμεσα, με απευθείας μείωση
του επιτοκίου δανεισμού, (β) έμμεσα, με μετάθεση των πληρωμών τόκων στο μέλλον.
Όπως όμως είναι γνωστό, τα περιθώρια για περαιτέρω μείωση επιτοκίων είναι
περιορισμένα, (διότι είναι ήδη πολύ χαμηλά) ιδιαίτερα όσον αφορά τα δάνεια από
τον EFSF και τον ESM. Κάποια μικρή μείωση (έως 50 μονάδες
βάσης) μπορεί να γίνει στο επιτόκιο των διακρατικών δανείων και σε μικρό μέρος
των δανείων του EFSF.
Άρα πρέπει να εξευρεθούν άλλες λύσεις για τη μείωση του μεσοσταθμικού επιτοκίου».