Τα προγράμματα διάσωσης θέτουν τις βάσεις για να μπει η χώρα σε ένα μονοπάτι ανάκαμψης, τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ μιλώντας στη γενική συνέλευση της τράπεζας.
Η χώρα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νέο κύμα αβεβαιότητας αν δεν υπάρξει γρήγορα λύση στο θέμα της διαπραγμάτευσης, τόνισε αλλά εκτίμησε ότι αν κυβέρνηση και θεσμοί επιδείξουν ευελιξία η συμφωνία μπορεί να έρθει πολύ γρήγορα.
Ο ίδιος μάλιστα σημείωσε ότι το πέρασμα της οικονομίας σε ανάπτυξη από το 2016 δείχνει τη δυναμική που υπάρχει.
Σημείωσε ότι η ύφεση στο α’ εξάμηνο του 2016 ήταν ηπιότερη του αναμενόμενου και συμπλήρωσε ότι είναι βάσιμο να προβλεφθεί ρυθμός ανάπτυξης 2,5% για το 2017. Ενώ κίνδυνο για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας αποτελούν οι εκλογές στην Ευρώπη και ο ευρωσκεπτικισμός.
Εκτίμησε ταυτόχρονα ότι είναι βάσιμο να προβλεφθεί πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% το 2017.
Σε ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα σημείωσε πως μειώθηκαν στα 106,3 δισ. ευρώ στα τέλη του 2016, ενώ στόχο αποτελεί να μειωθούν κατά 40 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2019.
Έκανε λόγο παράλληλα για επιτάχυνση της εισροής των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων το πρώτο μήνα του 2017.
Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη απαιτείται αλλαγή του φοροκεντρικού μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής καθώς εκτιμά ότι το ακολουθούμενο μίγμα λειτουργεί ανασταλτικά για την ανάπτυξη.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
(i) Άμεση θετική κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης
Τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν θετικό και ισχυρό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ για το 2017. Βασική προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των ευοίωνων αυτών προβλέψεων είναι η έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος χρηματοδοτικής διευκόλυνσης 2015-2018, που θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.
Γι’ αυτό, όπως ήδη έχει αναφερθεί, επείγει η επιτυχής κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης, που θα έχει συγκεκριμένες θετικές επιδράσεις:
• εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών του Δημοσίου και την απρόσκοπτη εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2017,
• δρομολογεί, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της ανάλυσης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ,
• εξασφαλίζει με τον τρόπο αυτό την υποχώρηση του κόστους χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, με σημαντικά οφέλη για την ανάταξη της ιδιωτικής οικονομίας,
• αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των καταθετών και επιτρέπει την περαιτέρω έως την πλήρη άρση των περιορισμών στις τραπεζικές συναλλαγές και στην κίνηση κεφαλαίων, συμβάλλοντας στην τόνωση του εξαγωγικού τομέα της οικονομίας,
• βελτιώνει την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών και των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και επιτρέπει την πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές,
• δίνει νέα ώθηση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, με γνώμονα την ολοκλήρωση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου, εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου, και
• ενισχύει την πολιτική και οικονομική σταθερότητα.
(ii) Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων
Εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ και της Τράπεζας της Ελλάδος οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι μεταρρυθμίσεις αυξάνουν θεαματικά τις αναπτυξιακές δυνατότητες.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα την περίοδο 2010-2016, σε συνδυασμό με αυτές που πρόκειται να εφαρμοστούν στο πλαίσιο του προγράμματος, αναμένεται, των άλλων παραγόντων τηρουμένων σταθερών, να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 13% περίπου την επόμενη δεκαετία.
Την εκτίμηση αυτή του ΟΟΣΑ επιβεβαιώνουν και συναφείς αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, από τις οποίες προκύπτει ότι η κυριότερη επίδραση των μεταρρυθμίσεων αφορά την ταχύτερη άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.
Αναγκαία βεβαίως προϋπόθεση για να προκύψουν τα θετικά αποτελέσματα για την οικονομία είναι η αξιόπιστη και χωρίς καθυστερήσεις ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί.
Αν εκπληρωθούν μόνο τα 2/3 των μεταρρυθμίσεων στις αγορές υπηρεσιών και εργασίας σε ορίζοντα πενταετίας, τα σωρευτικά οφέλη από τις μεταρρυθμίσεις τα τρία πρώτα χρόνια της υλοποίησής τους εκτιμάται ότι είναι κατά περίπου 4% του ΑΕΠ μικρότερα σε σύγκριση με την περίπτωση όπου το 100% των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων υλοποιείται μέσα σε ορίζοντα πενταετίας.
(iii) Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Οι μεταρρυθμίσεις αναμένεται να επιταχύνουν περαιτέρω την ανάκαμψη και την αναδιάρθρωση της οικονομίας.
Απαιτείται όμως παράλληλα και βελτίωση της χρηματοδότησης της οικονομίας. Κύρια προϋπόθεση είναι η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία θα επιδράσει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα και την παραγωγικότητα μέσα από δύο διαύλους: την αύξηση της προσφοράς τραπεζικών δανείων και την αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα.
Γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη να συμπληρωθεί και να ολοκληρωθεί το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο το συντομότερο δυνατόν.
Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει στη μείωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου των τραπεζών και στην αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, καθώς και στην αύξηση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Ως αποτέλεσμα, θα υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση του περιθωρίου διαμεσολάβησης και των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, η εξυγίανση των υπερχρεωμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων μπορεί να αποτελέσει όχημα προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων, επιτρέποντας την περαιτέρω τόνωση της επενδυτικής ζήτησης.
Τέλος, κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερωθούν παραγωγικοί πόροι, που, εφόσον αναδιανεμηθούν προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις και κλάδους, θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας.
ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Το 2016 η ελληνική οικονομία βρέθηκε στο μεταίχμιο μεταξύ ύφεσης και ανάπτυξης. Κατά το 2017 αναμένεται να ανακάμψει, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για την αναπτυξιακή προοπτική της.
Η πρώτη κατηγορία κινδύνων συνδέεται με την αστάθεια στο διεθνές περιβάλλον.
Παράμετροι αστάθειας του διεθνούς περιβάλλοντος εντός του οποίου καλείται η ελληνική οικονομία να λειτουργήσει είναι:
(α) Οι διαδοχικές κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις και η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού στην ΕΕ.
Μία ενδεχόμενη ενίσχυση των αντιευρωπαϊκών δυνάμεων θα επηρεάσει τις αποφάσεις των ηγετών πολλών χωρών της ΕΕ, με κίνδυνο την αποδυνάμωση των συλλογικών θεσμικών οργάνων της.
(β) Οι αβεβαιότητες που συνδέονται με την αλλαγή της εξωτερικής και της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ υπό τη νέα προεδρία και δημιουργούν ασάφεια ως προς το νέο ρόλο των ΗΠΑ στον πλανήτη.
(γ) Οι διαφαινόμενες τάσεις ανόδου του εμπορικού προστατευτισμού με παράλληλη υστέρηση των ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων και πτώση του διεθνούς εμπορίου.
(δ) Ενδεχόμενη αρνητική εξέλιξη των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και αποτυχία στη διαχείρισή τους θα μπορούσε να ενδυναμώσει περαιτέρω την ανησυχία της κοινής γνώμης σε θέματα ασφάλειας και μετανάστευσης και να αυξήσει τον κίνδυνο της κοινωνικής εσωστρέφειας.
(ε) Η επιδείνωση των συνθηκών ασφάλειας διεθνώς, με σημαντικές οικονομικές απώλειες μέσω της μείωσης του εμπορίου, των μεταφορών και του τουρισμού.
(στ) Η γεωπολιτική αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου.
(ζ) Τέλος, η διαδικασία διαμόρφωσης της νέας ευρωπαϊκής οικονομικής αρχιτεκτονικής καθώς θα εξελίσσονται οι διαπραγματεύσεις ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου που θα οριστικοποιήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις στη μετά το Βrexit εποχή.
Οι αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι στο εσωτερικό συνδέονται κυρίως με τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος, όπως αποτυπώνονται στις δυσχέρειες της δεύτερης αξιολόγησης.
Αν συνεχιστούν οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος, θα δημιουργηθούν σοβαρά προσκόμματα στην προσδοκώμενη ανάπτυξη: θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στο κλίμα και θα ανοίξει ένας νέος κύκλος αβεβαιότητας ως προς την ολοκλήρωση του προγράμματος. Η αβεβαιότητα θα οξυνθεί αν τελικώς δεν καταστεί δυνατή η συμμετοχή των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Τα παραπάνω θα υποσκάψουν την εμπιστοσύνη και θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η οποία, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη.
Κίνδυνοι ανακύπτουν και από τις καθυστερήσεις και την αναβλητικότητα στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που έχουν αποφασιστεί ή από τις στρεβλώσεις στη λειτουργία του ανταγωνισμού που ενδέχεται να πλήξουν κρίσιμους τομείς της οικονομίας.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπου, με πρόσφατα νομοθετήματα, εισήχθησαν ρυθμίσεις που στρεβλώνουν τη λειτουργία της και δημιουργούν μείζονα προβλήματα ακόμα και σε επιχειρήσεις που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΙΣΧΥΡΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Από τις επιδόσεις του 2016 προκύπτει βάσιμα ότι η πρόβλεψη για ανάκαμψη το 2017 είναι ρεαλιστική, υπό την αυστηρή προϋπόθεση όμως ότι το πρόγραμμα προσαρμογής θα συνεχίσει να εφαρμόζεται χωρίς καθυστερήσεις.
Για να περάσει ωστόσο η οικονομία από την ανάκαμψη σε ισχυρή διατηρήσιμη ανάπτυξη, απαιτούνται ενεργητικές μεσοπρόθεσμες πολιτικές με στόχο την εξάλειψη των εμποδίων που σήμερα ανακόπτουν την άνοδο και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος σταθερότητας που θα ευνοήσει την αναζωπύρωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Στα εμπόδια συγκαταλέγονται:
— η υπερφορολόγηση μιας φορολογικής βάσης με μειούμενη φοροδοτική ικανότητα,
— το ασταθές και ασαφές φορολογικό και γενικότερο νομικό πλαίσιο προστασίας των επενδυτών,
— οι γραφειοκρατικές και διοικητικές εμπλοκές, οι οποίες καθυστερούν την πραγματοποίηση επενδύσεων που έχουν ήδη εγκριθεί,
— οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης,
— η χαμηλή δανειοδοτική ικανότητα του τραπεζικού συστήματος και τα υψηλά επιτόκια δανεισμού,
— οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων και στις τραπεζικές συναλλαγές και, τέλος,
— οι στρεβλώσεις στις αγορές και ιδιαίτερα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από ατελέσφορες ρυθμιστικές παρεμβάσεις.
Η άρση των παραπάνω εμποδίων θα πρέπει να αποτελέσει κυρίαρχο μέλημα της στρατηγικής για την ανάπτυξη, η οποία περιγράφεται από τέσσερις συνιστώσες: αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, ενθάρρυνση των ξένων άμεσων επενδύσεων, έμφαση στην καινοτομία και διασφάλιση της κοινωνικής προστασίας.
(α) Αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής
Το σοβαρότερο από τα εμπόδια που πρέπει να αρθεί σταδιακά είναι η υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων. Η υπερκάλυψη του δημοσιονομικού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα κατά το 2016 κατά κύριο λόγο προσδιορίστηκε από την υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων και πολύ λιγότερο από τη συγκράτηση των δημόσιων δαπανών.
Η ανοδική πορεία των φορολογικών εσόδων οφείλεται στην αλλαγή των συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας, αλλά και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης λόγω της εκτεταμένης χρήσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η οποία συνέβαλε στον περιορισμό της απόκρυψης εισοδημάτων.
Ωστόσο, το ακολουθούμενο μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής λειτουργεί πλέον ανασταλτικά για την ανάπτυξη, συμβάλλει στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ιδιωτικού τομέα προς το Δημόσιο και ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή και την αδήλωτη εργασία.
Η είσοδος της οικονομίας σε μια αναπτυξιακή πορεία απαιτεί αλλαγή του ακολουθούμενου “φοροκεντρικού” μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη συγκράτηση και συστηματική αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών, στη μείωση του υπέρμετρου φορολογικού βάρους στην παραγωγική οικονομία, καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών, και στην αποδοτικότερη αξιοποίηση και διαχείριση της δημόσιας περιουσίας.
Απαιτείται δηλαδή η δημιουργία ενός “δημοσιονομικού περιβάλλοντος” κατάλληλου για τη στήριξη της αναπτυξιακής προσπάθειας.
Εξάλλου, η υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, η εξειδίκευση των μεσομακροπρόθεσμων μέτρων και η ενδεχόμενη ποσοτικοποίηση ρεαλιστικών δημοσιονομικών στόχων για μετά το 2018 είναι αποφάσεις που θα συμβάλουν στη δημιουργία ενός επαρκούς “δημοσιονομικού περιβάλλοντος”.
Συγκεκριμένα, η καλύτερη του αναμενόμενου επίδοση στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων για το πρωτογενές αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, μπορεί να οδηγήσει σε σταδιακή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης χωρίς να απειληθεί η δημοσιονομική ισορροπία.
Επισημαίνεται ότι μεγαλύτερα συμπληρωματικά οφέλη μπορούν να εξασφαλιστούν εφόσον ο “δημοσιονομικός χώρος” που δημιουργούν είτε οι υπεραποδόσεις των φορολογικών εσόδων είτε οι μεταρρυθμίσεις χρησιμοποιηθεί για να γίνουν μειώσεις των συντελεστών της φορολογίας εισοδήματος.
Παράλληλα, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να στηρίξει την ανάπτυξη με τη θέσπιση ενός σταθερού, διεθνώς ανταγωνιστικού και κοινωνικά δίκαιου φορολογικού συστήματος.
(β) Ενθάρρυνση των ξένων αμέσων επενδύσεων
Με δεδομένο, πρώτον, ότι οι επενδύσεις σήμερα ως ποσοστό του ΑΕΠ απέχουν πολύ από το αντίστοιχο ποσοστό που προϋπήρχε της κρίσης (11% έναντι 24% του ΑΕΠ) και, δεύτερον, ότι η χρονίως χαμηλή εγχώρια αποταμίευση δεν είναι από μόνη της αρκετή να χρηματοδοτήσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο επενδύσεων και συνεπώς να στηρίξει ταχεία ανάπτυξη, επείγει η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις σε συνεργασία με εγχώριες επιχειρήσεις.
Εκτός του τουρισμού, υπάρχουν πολλοί κλάδοι της οικονομίας με αξιόλογα αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού, εξαγωγικό προσανατολισμό και υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο.
Για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων απαιτούνται: η θέσπιση ενός σταθερού, σύγχρονου και ευνοϊκού φορολογικού συστήματος, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η ενθάρρυνση της καινοτομίας και των εξαγωγών και η δημιουργία ενός προβλέψιμου οικονομικού περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα.
Η προσέλκυση και η διατήρηση ξένων άμεσων επενδύσεων εκτιμάται ότι θα υποστηρίξουν την έξοδο της χώρας από την κρίση και την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις συνεπάγονται σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία: εισαγωγή νέων τεχνολογιών και προώθηση της καινοτομίας, αναβάθμιση του αποθέματος κεφαλαίου (υλικού και ανθρώπινου), ανάπτυξη νέων κλάδων και προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, ιδιαίτερα στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, ενίσχυση του ανταγωνισμού και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ειδικότερα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις που επιδιώκουν να αυξήσουν τις εξαγωγές συνιστούν γρήγορο και αποτελεσματικό μέσο για την αναδιάρθρωση του εγχώριου παραγωγικού προτύπου.
Η ενσωμάτωση των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, η μεταφορά τεχνογνωσίας και πληροφοριών για τις εξωτερικές αγορές, καθώς και η αξιοποίηση πιο σύγχρονων παραγωγικών διαδικασιών ανάλογων με εκείνες που χρησιμοποιούν ξένοι ανταγωνιστές με στόχο τη στροφή προς πιο σύνθετα προϊόντα, βελτιώνουν την παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση τον εξαγωγικό δυναμισμό τους.
Καθυστερήσεις, αναβλητικότητα και απροθυμία υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ήδη εγκριθεί και δρομολογηθεί λειτουργούν ως σοβαρά αντικίνητρα προσέλκυσης παραγωγικών επενδύσεων.
(γ) Καινοτομία και εκπαίδευση
Η ενθάρρυνση της έρευνας, η διάχυση της τεχνολογίας και η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας αποτελούν το τρίπτυχο για να ενθαρρυνθεί μια πιο αποτελεσματική χρησιμοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου, η οποία θα εστιάζει στη δημιουργία αξίας μέσω της διασύνδεσης του απομονωμένου δημόσιου ερευνητικού συστήματος με τον παραγωγικό τομέα, συμβάλλοντας έτσι στην επιστροφή της ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Γενικότερα, η δημόσια παρέμβαση μπορεί να ενθαρρύνει τόσο τη διάχυση της τεχνολογίας, δηλαδή τη στήριξη της εμπορικής αξιοποίησης της ερευνητικής δραστηριότητας που παράγεται στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα (άδειες και δικαιώματα ευρεσιτεχνίας), όσο και την παροχή παραγωγικής διεξόδου στις φιλοδοξίες των χαρισματικών και ταλαντούχων νέων επιστημόνων.
Για να επιτευχθεί αυτός ο κοινός στόχος, θα πρέπει, πρώτον, να εμπεδωθεί ευρέως στην κοινωνία μια κουλτούρα επιχειρηματικότητας και η αναγνώριση της αριστείας και, δεύτερον, να αξιοποιηθούν οι πόροι των υφιστάμενων ταμείων παροχής εγγυήσεων και χρηματοδοτήσεων.
Η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων που προσφέρει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF), του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, καθώς και των πόρων του ΕΣΠΑ 2014-2020, αποτελεί διέξοδο στο πρόβλημα της χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες.
(δ) Μείωση της ανισοκατανομής εισοδήματος και καταπολέμηση της φτώχειας
Ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας μειώθηκε για δεύτερο κατά σειρά έτος (για τα εισοδήματα του 2014), παραμένει ωστόσο ο έβδομος υψηλότερος στην ΕΕ-28 και σημαντικά επάνω από το μέσο όρο.
Το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται είτε σε κίνδυνο φτώχειας είτε σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού μειώθηκε ελαφρά, ενώ το ποσοστό των ατόμων με υλικές στερήσεις αυξήθηκε.
Ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι τη μεγαλύτερη αύξηση κατέγραψε η ομάδα των παιδιών κάτω των 17 ετών.
Παράλληλα, οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα, αν και παρέμειναν αμετάβλητοι, είναι δυσμενέστεροι σε σχέση με τους αντίστοιχους για την ΕΕ-28.
Ο στοχευμένος σχεδιασμός των κοινωνικών μεταβιβάσεων έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλει αποτελεσματικά στη μείωση της φτώχειας. Μέτρα στην κατεύθυνση αυτή είναι: (α) η εφαρμογή από το Φεβρουάριο του 2017 σε εθνική κλίμακα του προγράμματος Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (πρώην ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος), (β) η προστασία των ανέργων και η αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας και (γ) η αναβάθμιση του επιδόματος στήριξης τέκνων.
Εξάλλου, η σύνθεση της ανεργίας και η αργή αποκλιμάκωσή της, σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό των νέων εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης, αναδεικνύουν την ανάγκη να δοθεί έμφαση στη διά βίου εκπαίδευση και στην καλύτερη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και τα προγράμματα κατάρτισης του ΟΑΕΔ μπορούν να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση με τον κατάλληλο σχεδιασμό και στόχευση και την ορθή αξιοποίηση των διαθέσιμων, κυρίως ευρωπαϊκών, πόρων.
Σε ένα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον με απρόβλεπτες και συνεχείς αναταράξεις, η συμμετοχή της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ είναι σήμερα ασπίδα προστασίας έναντι των κινδύνων που αναδύονται.
Γι’ αυτό πρέπει η χώρα να ισχυροποιήσει τη θέση της ως ισότιμου εταίρου και να συμμετέχει ενεργά στις διαδικασίες για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνοχής.
Για να γίνει όμως αυτό, η Ελλάδα πρέπει να επανέλθει στην κανονικότητα, ολοκληρώνοντας με επιτυχία το πρόγραμμα προσαρμογής.
Πρέπει να οικειοποιηθεί τις αλλαγές που γίνονται, διότι γίνονται επ’ ωφελεία της. Πρέπει να προχωρήσει άμεσα στον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή της δημόσιας διοίκησης, των θεσμών και του κράτους δικαίου στο υψηλότερο δυνατό ευρωπαϊκό πρότυπο, πράγματα που κανένα μνημόνιο δεν μπορεί να επιτύχει.
Στο τελευταίο στάδιο που διανύουμε, αυτά που πρέπει να γίνουν είναι ελάχιστα σε σχέση με το μεγάλο όγκο των αλλαγών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από το 2010 μέχρι σήμερα.
Η διαδικασία της οικονομικής προσαρμογής έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί, όπως αυτό αντανακλάται και στα τελευταία διαθέσιμα οικονομικά μεγέθη. Ειδικότερα όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή, από το 2010 μέχρι σήμερα έχει επιτευχθεί σχεδόν το 90% της απαιτούμενης μέχρι το 2018 προσαρμογής.
Η ελληνική οικονομία κατέβαλε επίπονες προσπάθειες και επέτυχε την εξάλειψη συσσωρευμένων σημαντικών διαρθρωτικών ατελειών και ανισορροπιών, επιδεικνύοντας ισχυρές αντοχές.
Τα αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού και ιδιαιτέρως ανθρώπινου κεφαλαίου που διαθέτει είναι αξιόλογα και έτοιμα, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να ενεργοποιηθούν και να ωθήσουν εκ νέου την οικονομία σε έναν ενάρετο αναπτυξιακό κύκλο, καταλήγει ο κ. Στουρνάρας.