Την ανάγκη οι χώρες της ΕΕ να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις τις οποίες έχουν αναλάβει, στο πλαίσιο της εφαρμογής της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, επισήμανε ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας, Δημήτρης Βίτσας, σε συνέντευξή του στο μηνιαίο ιταλικό περιοδικό «Espansione», με αφορμή «την απειλή χρήσης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, ως όπλου κατά της Ευρώπης, από γείτονες χώρες». «Μια τέτοια απειλή, εάν υλοποιηθεί, θα αποτελέσει εχθρική ενέργεια για την Ευρώπη», παρατήρησε.
Ο κ. Βίτσας γνωστοποίησε ότι «η ανταπόκριση, μετά από 8 μήνες εφαρμογής της συμφωνίας, είναι κάτω του 10%. Μετά το κλείσιμο της “βαλκανικής οδού” και την έναρξη εφαρμογής της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, γύρω στους 62.000 ανθρώπους εγκλωβίστηκαν στη χώρα μας, στους οποίους έχουμε εξασφαλίσει στέγη, τροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά και εκπαίδευση για τα προσφυγόπουλα. Από αυτούς, γύρω στις 11.000 είναι εγκλωβισμένοι στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξαιτίας των καθυστερήσεων εφαρμογής της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, από την πλευρά κυρίως των Ευρωπαίων εταίρων μας. Οι προσφυγικές και οι μεταναστευτικές ροές αποτελούν ευρωπαϊκό ζήτημα και η διαχείριση τους είναι υπόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», επανέλαβε.
Αναφερόμενος στις ελληνοϊταλικές σχέσεις, ο κ. Βίτσας επισήμανε ότι η Ελλάδα και η Ιταλία, είναι σταθεροί εταίροι και σύμμαχοι, με την συμπόρευση των χωρών μας στην προσπάθεια εξόδου της ευρωζώνης από την κρίση με θετικό κοινωνικό πρόσημο, στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού και στην προσπάθεια που καταβάλλεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για βάθεμα της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής και της κοινής δράσης στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη περιοχή που μας περιβάλλει και αποτελεί την γενεσιουργό αιτία για τις προσφυγικές ροές, αλλά και για τα φαινόμενα τρομοκρατίας.
Αναφερόμενος στην κοινή εξωτερική πολιτική άμυνας και ασφάλειας, ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας σχολίασε: «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ένα ενιαίο γενικό στρατηγείο σε επίπεδο ΕΕ, με αντίστοιχη στελέχωση για στρατιωτικές και πολιτικές αποστολές στο εξωτερικό, χωρίς αυτό να εδράζεται σε μια κοινή αντίληψη και μια κοινή πολιτική πάνω στα ζητήματα που ενδεχομένως θα διαχειριστεί αυτό το κοινό στρατηγείο».
Η ανάπτυξη της κοινής εξωτερικής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ, περνά μέσα από διεύρυνση συνεργασιών, σε επίπεδο στρατιωτικής επιτροπής, και μέσα από μια κοινή πολιτική στους εξοπλισμούς που θα ενισχύσει την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, η οποία, στη βάση ενός καταμερισμού ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, θα συμβάλει στη διάχυση μιας αμοιβαία επωφελούς ανάπτυξης, πρόσθεσε.
Όσον αφορά στην αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, εκτίμησε ότι «θα έχει έμμεσες επιπτώσεις στην Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική για την Ασφάλεια και την Άμυνα, αυτές που θα προέρχονται από την αλλαγή συσχετισμών και κέντρου βάρους του ευρωπαϊκού οικοδομήματος» .
Παρατήρησε ωστόσο, ότι «ο κίνδυνος αποσύνθεσης της ΕΕ προέρχεται από την λαϊκή δυσαρέσκεια και πηγάζει από τις πολιτικές λιτότητας και διεύρυνσης των ανισοτήτων, που έχουν στρώσει το έδαφος σε ακροδεξιές αντιλήψεις και σε κάθε είδους ρατσισμούς, που οδηγούν όλη την Ευρώπη στην οπισθοδρόμηση. Αυτό είναι που με φοβίζει περισσότερο, παρά οι όποιες επιπτώσεις από την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας», κατέληξε.