του Τιμ Χάρφορντ *
«Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε την τέλεια προσωποποιημένη εφημερίδα για κάθε πολίτη του κόσμου», δήλωσε το 2014 ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο ιδρυτής του Facebook. Η εφημερίδα αυτή θα «σας παρουσιάζει όλα όσα σας ενδιαφέρουν». Για πολλούς, η δήλωση εκείνη εξηγεί γιατί το Facebook είναι μια τόσο προβληματική πηγή ειδήσεων.
Η υποτιθέμενη είδηση ότι ο Πάπας Φραγκίσκος είχε ταχθεί υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ ήταν, σύμφωνα με το BuzzFeed, το πιο δημοφιλές θέμα στο Facebook στο τρίμηνο που προηγήθηκε των αμερικανικών εκλογών. Αν αυτό αποφάσισαν οι αλγόριθμοι της ιστοσελίδας ότι ήταν το πιο ενδιαφέρον θέμα, τότε σίγουρα το Facebook απέχει πολύ από το να είναι η «τέλεια εφημερίδα».
Δεν είναι περίεργο, έτσι, ότι ο Ζάκερμπεργκ βρέθηκε στο στόχαστρο μετά την εκλογή του Τραμπ. Λίγο μετά τη νίκη του τελευταίου, ο ιδρυτής του Facebook χαρακτήρισε παράλογη την ιδέα ότι τα “fake news”, που ήταν ένα πολύ μικρό ποσοστό του περιεχομένου της ιστοσελίδας, επηρέασαν τις εκλογές. Αλλά το σχόλιό του αυτό αντιμετωπίστηκε με περιφρόνηση.
Θα πρέπει εδώ να εξομολογηθώ κάτι προσωπικό: απεχθάνομαι το Facebook για όλους τους λόγους που έχουν κατά καιρούς αναφερθεί (ιδιωτικότητα, αποπροσανατολισμός, κουλτούρα του like κλπ). Και καθώς είμαι αρθρογράφος των Financial Times, δεν κρύβω ποια πιστεύω ότι είναι η τέλεια εφημερίδα. Παρ’όλα αυτά, όμως, θέλω να υπερασπιστώ τον Ζάκερμπεργκ, που ανήρτησε πρόσφατα ένα κείμενο 5.700 λέξεων όπου υπερασπιζόταν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα fake news φέρουν ευθύνη για μεμονωμένες πράξεις βίας και μίσους. Αλλά δεν αποτελούν μείζονα πρωταγωνιστή του συνολικού τοπίου των μέσων ενημέρωσης. Όχι ακόμη τουλάχιστον.
Ενας χρήσιμος ορισμός των fake news είναι ότι αποτελούν κατασκευασμένα δημοσιεύματα που θέλουν να εμφανίζονται ως αληθινές ιστορίες. Εξαιρούνται λοιπόν τα προκατειλημμένα ρεπορτάζ, η σάτιρα και τα ψέματα των πολιτικών. Με μια πρώτη ματιά, οι απάτες μοιάζουν πανταχού παρούσες στο Facebook. Μια ανάλυση του BuzzFeed δείχνει ότι οι πέντε πιο δημοφιλείς απάτες είχαν μεγαλύτερη απήχηση από τις πέντε πιο δημοφιλείς αληθινές ιστορίες.
Όμως οι απάτες έχουν μικρότερη βαρύτητα από όσο δείχνει αυτή η ανάλυση. Ενας λόγος είναι ότι η κυριότερη πηγή ενημέρωσης για τους Αμερικανούς εξακολουθεί να είναι η τηλεόραση και όχι το Facebook. Ενας άλλος λόγος είναι ότι οι αληθινές ιστορίες εξακολουθούν να καλύπτονται σε κάποια μορφή από δεκάδες μέσα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα η δημοτικότητα κάθε μορφής να είναι σχετικά μικρότερη. Κάθε απάτη, αντίθετα, είναι μοναδική. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που οι πιο δημοφιλείς απάτες επικρατούν επί των πιο δημοφιλών αληθινών ιστοριών.
Τον Ιανουάριο του 2017, οι οικονομολόγοι Χαντ Αλκοτ και Μάθιου Γκέντζκοου δημοσίευσαν μια μελέτη με αντικείμενο τη σημασία των fake news πριν από τις αμερικανικές εκλογές. Η μέθοδος που χρησιμοποίησαν ήταν να ρωτήσουν ένα δείγμα πολιτών πόσα fake news θυμόντουσαν, πόσες αληθινές ειδήσεις και πόσες ψευδοειδήσεις (fake fake news). Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι οι πολίτες δεν θυμόντουσαν πολλές κατασκευασμένες ιστορίες. Το γενικό συμπέρασμα ήταν ότι τα fake news δεν επηρέασαν τόσο πολύ τις εκλογές. «Ο μέσος ψηφοφόρος διάβασε ή άκουσε μια κατασκευασμένη ιστορία πριν από τις εκλογές», μου είπε ο Γκέντζκοου.
Αυτό που είναι πιο ανησυχητικό απ’όλα είναι ότι το Facebook – και ο αλγόριθμος που κρίνει τι είναι «πιο ενδιαφέρον» – παρέχει ειδήσεις που ανταποκρίνονται στις απόψεις και τις προτιμήσεις κάθε χρήστη. Είναι αλήθεια ότι περιβαλλόμαστε από ανθρώπους που συμφωνούν μαζί μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και να διαβάζουμε μόνο τις απόψεις με τις οποίες συμφωνούμε. Το Twitter ήταν πολιτικοποιημένο και πριν αρχίσει να χρησιμοποιεί οποιονδήποτε αλγόριθμο. Το ίδιο συμβαίνει με τις εφημερίδες.
Μια μελέτη των Σεθ Φλάξμαν, Σάραντ Γκόελ και Τζάστιν Ράο εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο καταναλώνονται οι διαδικτυακές ειδήσεις. Η διαπίστωσή τους ήταν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να προωθούν θέματα που δεν βρίσκονται στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, την ίδια στιγμή όμως παρουσιάζουν στον χρήστη ένα ευρύτερο φάσμα ιδεολογικών απόψεων. Αυτό είναι σημαντικό: το να διαβάζει κανείς την ίδια εφημερίδα κάθε μέρα λειτουργεί κι αυτό ως ένα είδος αλγόριθμου.
Ο Γκέντζκοου, σε συνεργασία με τον οικονομολόγο Τζέσε Σαπίρο, συνέκρινε τη διαδικτυακή και την παραδοσιακή ενημέρωση την περίοδο 2004-2009. Το συμπέρασμά τους ήταν πως η πρώτη δεν χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη πόλωση. Η αλήθεια είναι όμως πως η εικόνα αλλάζει γρήγορα.
Η κατάσταση, έτσι, είναι κρίσιμη. Τα fake news δεν κυριαρχούν, αλλά στο μέλλον αυτό μπορεί να αλλάξει. Τα φίλτρα και οι αλγόριθμοι μπορεί να παίξουν στη συνέχεια μεγαλύτερο ρόλο. Τα πάντα θα κριθούν από τα κίνητρα των ψηφοφόρων. Είναι διατεθειμένοι να αναζητούν μια ακριβή και αληθή πληροφόρηση;
Ο Γκέντζκοου πιστεύει πως κατά βάθος οι χρήστες θέλουν να μάθουν την αλήθεια για τον κόσμο. Αν όμως η πραγματική τους επιθυμία είναι να τους λένε ψέματα, τότε το Facebook είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μας.
* Ο Τιμ Χάρφορντ είναι αρθρογράφος των Financial Times
Πηγή: Financial Times