Μείωση των φορολογικών συντελεστών για νομικά και φυσικά πρόσωπα περιλαμβάνει η συζήτηση με τους εταίρους, όπως υπογράμμισε χθες ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος.
Ξεδιπλώνοντας το πλαίσιο των συζητήσεων για το καυτό θέμα της φορολογίας, έδωσε ένα στίγμα των θεμάτων που συζητούνται και για τα οποία σε μεγάλο βαθμό έχουν καταλήξει.
Κατά την τοποθέτησή του σε εκδήλωση του ΣΕΒ και της «Διανέοσις», ο Δημήτρης Λιάκος αναφέρθηκε στους φορολογικούς συντελεστές που είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο αλλά και σε μια σειρά θεμάτων αναφορικά με τη μελλοντική εξέλιξη των εσόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΕΝΦΙΑ έχει μεν υψηλή εισπραξιμότητα αλλά δεν μπορεί να είναι διατηρήσιμη, και επομένως θα πρέπει να μειωθεί.
Να σημειωθεί πως η συζήτηση για τη φορολογία αποτελεί ένα από τα κεντρικά θέματα στις συζητήσεις των δανειστών με την ελληνική κυβέρνηση. Στο πακέτο των μέτρων που ζητούν οι θεσμοί περιλαμβάνεται η μείωση του αφορολογήτου, που θα είναι 1% του ΑΕΠ το 2019. Η κυβέρνηση από την πλευρά της εστιάζει στη μείωση των φορολογικών συντελεστών, ρίχνοντας -σύμφωνα με πληροφορίες- το βάρος σε εισοδήματα έως 20.000 ευρώ. Το «ψαλίδισμα» των φορολογικών συντελεστών πρόκειται να περιληφθεί στο πακέτο των αντιμέτρων, που θα τρέξουν από το 2019.
Με βάση τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup του Φεβρουαρίου, το πακέτο μέτρων και αντιμέτρων πρέπει να έχει μηδενικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως αν τελικά τα μέτρα (σε αφορολόγητο και συντάξεις) μείνουν στο 2% του ΑΕΠ, τόσο θα είναι και το πακέτο των αντιμέτρων.
Ευρύτητα
Στη χθεσινή εκδήλωση ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ σημείωσε πως χρειάζεται ευρύτητα πνεύματος από την πλευρά των θεσμών. Στη συζήτηση αναφέρθηκαν ενδεικτικά προτάσεις μέτρων που δεν πέρασαν από τους δανειστές, όπως ο ακατάσχετος λογαριασμός για επιχειρήσεις και τα κίνητρα για ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Στο επίκεντρο της συζήτησης με τους δανειστές βρίσκεται και το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2019, που θα πρέπει να περιληφθούν στο τελικό πακέτο. «Τα πλεονάσματα πρέπει να είναι πιο ομαλά και να βγαίνουν από την ικανότητα της οικονομίας να τα παράξει και όχι από την επιβολή νέων φόρων» ήταν η επισήμανση του Δημήτρη Λιάκου.
Καταλήγοντας επισήμανε πως πρέπει ένα υπάρξει γενναιότητα από το σύνολο του πολιτικού συστήματος, «όταν υπάρχει αστοχία να την αναγνωρίζει και να τη διορθώνει».
Στο μεταξύ, σύμφωνα με την έρευνα του ΣΕΒ, από τη φοροδιαφυγή το Δημόσιο χάνει ετησίως έως και 16 δισ. ευρώ, ενώ οι κλάδοι που ρέπουν προς τη φοροδιαφυγή είναι ο ιατρικός, ο κατασκευαστικός, ο εκπαιδευτικός, ο κλάδος παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και νομικών υπηρεσιών.