Μόλις πριν από 48 ώρες ο υπουργός Εσωτερικών Βόλφγκανγκ Σομπότκα διαβεβαίωνε τους ευρωπαίους ομολόγους του στις Βρυξέλλες ότι η Αυστρία θα αρχίσει να δέχεται πρόσφυγες από την Ελλάδα και την Ιταλία, υλοποιώντας τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι στην ΕΕ, αν και ο ίδιος προσωπικά διαφωνεί με το πρόγραμμα μετεγκατάστασης. Φαίνεται ότι το κλίμα έντασης που επικρατεί εδώ και χρόνια στον «μεγάλο συνασπισμό» μεταξύ χριστιανοδημοκρατών (ÖVP) και σοσιαλδημοκρατών (SPÖ) οδηγεί πλέον τη Βιέννη σε νέα αλλαγή στάσης: μιλώντας στην εφημερίδα Der Standard ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Άμυνας, Χανς Πέτερ Ντοσκόζιλ, αντικρούει τον ομόλογό του, χριστιανοδημοκράτη υπουργό Εσωτερικών, προειδοποιώντας ότι «η Αυστρία δεν είναι υποχρεωμένη να δεχθεί κανέναν από την Ιταλία και την Ελλάδα, γιατί, κατά τη γνώμη μας, έχει εκπληρώσει με το παραπάνω τις υποχρεώσεις της». Σύμφωνα με την Der Standard, την ίδια θέση εκφράζει ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Κρίστιαν Κερν.
Ανταπάντηση από τον Βόλφγκανγκ Σομπότκα: οι ισχυρισμοί της καγκελαρίας είναι «απλώς λανθασμένοι» δηλώνει ο υπουργός Άμυνας και συμπληρώνει ότι «ο καγκελάριος έχει συνυπογράψει τρεις φορές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τη μετεγκατάσταση προσφύγων και επομένως αγγίζει τα όρια του παραλογισμού να κατηγορεί εμένα ότι παρέλειψα να ζητήσω παράταση της αναβολής». Τι σημαίνει όμως «παράταση της αναβολής»;
Το 2015 η προκάτοχος του Σομπότκα, Γιοχάνα Μικλ Λάιτερ, είχε ζητήσει, και επιτύχει τελικά, την εξαίρεση της Βιέννης από το συμπεφωνημένο πρόγραμμα μετεγκατάστασης μέχρι τις 11 Μαρτίου 2017. Τώρα ο Σομπότκα λέει ότι έχει λήξει η ισχύς της «αυστριακής εξαίρεσης».
Αντιθέτως, οι σοσιαλδημοκράτες επιμένουν ότι η εξαίρεση επιβάλλεται από την ίδια την πραγματικότητα: όταν η Βιέννη ζήτησε για πρώτη φορά να εξαιρεθεί, λέει ο υπουργός Άμυνας, η συζήτηση γινόταν για περίπου 1.000 πρόσφυγες. Τόσοι έχουν ήδη αφιχθεί στην Αυστρία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οπότε το ζήτημα δεν υφίσταται πλέον, υποστηρίζει.
Ενδοκυβερνητικές «κόντρες» και στο βάθος FPÖ
Το θέμα απασχολεί το υπουργικό συμβούλιο που συγκαλείται την Τρίτη στη Βιέννη με τον υπουργό Άμυνας να ζητεί απόφαση για «φρένο» στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης, ή έστω «παράταση» της αυστριακής εξαίρεσης. Αν όμως πράγματι η Βιέννη αρνηθεί να δεχθεί άλλους πρόσφυγες, εκτιμά από την πλευρά του ο υπουργός Εσωτερικών, θα πρέπει να έχει νομική και πολιτική κάλυψη από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλαδή τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων.
Σε διαφορετική περίπτωση, προειδοποιεί ο Σομπότκα, η Κομισιόν θα μπορούσε να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά της Αυστρίας λόγω παράβασης των συνθηκών. Σύμφωνα με την αυστριακή εφημερίδα Die Presse ο καγκελάριος Κρίστιαν Κερν «ρίχνει το μπαλάκι» στους χριστιανοδημοκράτες υπουργούς του, επισημαίνοντας ότι παρέλειψαν να ζητήσουν εγκαίρως παράταση της «αυστριακής εξαίρεσης».
Στο περιθώριο δημόσιας συζήτησης για τα 60 χρόνια της ΕΕ ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος ανέφερε ότι θέλει να επαναφέρει την εξαίρεση που είχε επιτύχει παλαιότερα η Γιοχάνα Μικλ-Λάιτερ. Η αρχική δέσμευση των υπουργών Εσωτερικών της ΕΕ, το 2015, περί ποσοστώσεων για την μετεγκατάσταση των προσφύγων, προβλέπει ότι η Αυστρία θα δεχθεί 1.491 αιτούντες άσυλο από την Ελλάδα και άλλους 462 από την Ιταλία.
Ο σχεδιασμός προβλέπει ότι από τις δύο πρώτες χώρες υποδοχής θα μεταφερθούν συνολικά 106.000 άτομα σε άλλα κράτη-μέλη, εντός δύο ετών.
Απορρίπτοντας τη μετεγκατάσταση προσφύγων, εκτιμά η εφημερίδα Der Standard, ο καγκελάριος Κερν ανταποκρίνεται σε αίτημα που είχε εκφράσει το (ακροδεξιό) FPÖ.
Ο επικεφαλής του κόμματος, Κρίστιαν Στράχερ, έλεγε ότι «η Αυστρία έχει κάθε δικαίωμα και κυρίως την υποχρέωση» να απορρίψει το πρόγραμμα μετεγκατάστασης.
Πάντως, παρά τη συνεχή αντιπαράθεσή τους για το ζήτημα των προσφύγων, οι συγκυβερνώντες χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες φαίνεται ότι συμφωνούν σε ένα νέο νομοθετικό πακέτο «περί κοινωνικής ενσωμάτωσης των μεταναστών», το οποίο κατοχυρώνει την απαγόρευση της μπούργκα σε δημόσιους χώρους, ενώ προβλέπει περισσότερα μαθήματα στη γερμανική γλώσσα και την αγωγή του πολίτη για τους νεοεισερχόμενους. Παράλληλα όμως, υποχρεώνει τους αιτούντες άσυλο σε κοινωφελή εργασία χωρίς αμοιβή ή με συμβολικό ωρομίσθιο 1 ευρώ.
Πηγή: DW