του Ζερόμ Σεντ-Μαρί *
Η δυναμική γύρω από τον Εμανουέλ Μακρόν στην προεκλογική εκστρατεία της Γαλλίας αντιμετωπίζεται, όπως είναι φυσικό, ως μια αποδυνάμωση της διάκρισης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Πράγματι, ένας δεύτερος γύρος μεταξύ του πρώην υπουργού Οικονομίας και της Μαρίν Λεπέν θα αναδείξει μια άλλη σύγκρουση με αντικείμενο την παγκοσμιοποίηση, ανάμεσα σε αυτούς που τη θεωρούν αναπόφευκτη και ωφέλιμη και σ’εκείνους που πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρξουν μέτρα προστασίας από αυτήν.
Το φαινόμενο Μακρόν αναγγέλλει λοιπόν το τέλος της ταξικής ψήφου, που ήταν πολύ ισχυρή στην αντιπαράθεση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς; Όχι. Η ανάλυση των δεδομένων που διαθέτουμε αποκαλύπτει ότι η πολιτική πρόταση του Μακρόν οξύνει τους κοινωνικούς διαχωρισμούς που ο πολιτικός του λόγος προσπαθεί να υπερβεί.
Το ζήτημα της ταξικής ψήφου δεν περιορίζεται στις διαφορές που σχετίζονται με την κοινωνική κατηγορία στην οποία ανήκει κάποιος. Πρέπει να ληφθεί υπόψη και η υποκειμενική κοινωνική τάξη, η αίσθηση που έχει δηλαδή κάποιος ότι ανήκει σε ένα από τα μεγάλα κοινωνικά σύνολα, είτε πρόκειται για τα λαϊκά στρώματα είτε για τους εύπορους.
Πρώτα απ΄όλα πρέπει να εξετάσουμε την απήχηση που έχει στους ψηφοφόρους το νεαρόν της ηλικίας του Μακρόν. Αντίθετα με τον Φρανσουά Φιγιόν, που έχει μεταξύ των συνταξιούχων ένα ποσοστό έξι φορές μεγαλύτερο από αυτό που έχει μεταξύ των κάτω των 35 ετών, δεν συμβαίνει ένα αντίστοιχο φαινόμενο στην περίπτωση του Μακρόν. Γιατί λοιπόν δημιουργείται συχνά αυτή η εντύπωση; Επειδή η επιλογή του Μακρόν είναι πράγματι ηγεμονική σε μια κατηγορία νέων: το 38% των φοιτητών και των μαθητών που ψηφίζουν επιλέγουν τον αρχηγό του «Μπροστά!», έναντι του 25% των ψηφοφόρων που ανήκουν στην ομάδα 18-24 ετών. Αυτό σημαίνει ότι η ψήφος στον Μακρόν είναι πολύ χαμηλότερη μεταξύ των νέων που μαθητεύουν, που εργάζονται ή που αναζητούν δουλειά. Είναι προφανές ότι οι προοπτικές που διακρίνουν οι τελευταίοι για τη ζωή τους είναι διαφορετικές από εκείνες των φοιτητών ή των μαθητών. Και εδώ υπάρχει ο πρώτος δείκτης ενός ισχυρού κοινωνικού διαχωρισμού.
Η εντύπωση αυτή ενισχύεται αν εξετάσει κανείς την κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία των ψηφοφόρων. Αν η τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου BVA δείχνει μια πρόθεση ψήφου του ύψους του 26% για τον Μακρόν, το ποσοστό αυτό είναι μόλις 17% στους εργάτες και 42% στα ανώτερα στελέχη. Η διαφορά με τη Λεπέν είναι ιλιγγιώδης: το ποσοστό της στους πρώτους είναι 51% και στους δεύτερους 12%. Αν ο Μακρόν χάνει από τον Φιγιόν στους συνταξιούχους, έρχεται ισόπαλος μ’αυτόν στους ελεύθερους επαγγελματίες, όπου η Μαρίν Λεπέν είναι πρώτη.
Οι ψηφοφόροι του Μακρόν αντιπροσωπεύουν έτσι μια Γαλλία που αντιμετωπίζει τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση με εμπιστοσύνη. Η πρόθεση ψήφου για τον Μακρόν φτάνει το 40% σε όσους δηλώνουν ότι ανήκουν στις «προνομιούχες» ή «ανώτερες μεσαίες» τάξεις, ένα σύνολο που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του εκλογικού σώματος. Στις «μέσες μεσαίες τάξεις», όπου ανήκουν οι μισοί Γάλλοι, το ποσοστό του μειώνεται στο 22%. Και στις «λαϊκές» ή «μη προνομιούχες» τάξεις, λαμβάνει μόλις 15%. Τα ποσοστά της Λεπέν είναι κι εδώ αντίστροφα: 39% στις «λαϊκές τάξεις» και 16% στις «εύπορες τάξεις».
Με άλλα λόγια, η πολιτική επιλογή των Γάλλων δεν είναι αποκομμένη από υλικά κριτήρια ούτε αντιστοιχεί στον τύπο του ψηφοφόρου-καταναλωτή που έχει αναγγελθεί εδώ και χρόνια. Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη μεταφορά του καταναλωτή, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι επιλογές του εξαρτώνται από τον προσωπικό του προϋπολογισμό.
Οι εκλογικές ιδιαιτερότητες πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Η Αριστερά και η Δεξιά είναι δύο παλιοί εκλογικοί μηχανισμοί που έχουν διαβρωθεί από δεκαετίες εθνικής ή τοπικής εξουσίας. Στη θέση τους έχουν εμφανιστεί τα φαινόμενα Λεπέν και Μακρόν, που συγκεντρώνουν μαζί πάνω από το ήμισυ των προθέσεων ψήφου στον πρώτο γύρο. Επικεντρώνοντας τα προγράμματά τους σε δύο ανταγωνιστικές προσεγγίσεις της παγκοσμιοποίησης, καλούν τους ψηφοφόρους να επιλέξουν με βάση τους πόρους τους. Επανενεργοποιούν έτσι την ταξική ψήφο. Η μόνη έκπληξη είναι ότι η ψήφος αυτή σήμερα έχει τα ίδια χαρακτηριστικά που είχε και παλιά.
* Ο Ζερόμ Σεντ-Μαρί είναι διευθυντής του ινστιτούτου PollingVox και συγγραφέας του βιβλίου «Η δημοκρατική Νέα Τάξη»
Πηγή: Le Figaro