Όταν η Unilabs, η ελβετική εταιρία ιατρικών διαγνώσεων που ανήκει στην εταιρία private equity Apax, αναζητούσε αγοραστές για να αναχρηματοδοτήσει τα δάνειά της αυτό το μήνα, γίνονταν δεκτοί μόνο οι επενδυτές με πρόσκληση.
Η απόφαση να περιορίσει το ποιος αγοράζει τα δάνειά της, ενώ παράλληλα αναστέλλει τη συνηθισμένη προστασία επενδυτών, αποτελεί κλασικό σημάδι μιας «καυτής» αγοράς πίστωσης στην οποία οι ιδιοκτήτες private equity ενθαρρύνονται να περιθωριοποιούν επενδυτές που θα ήταν πιο απαιτητικοί σε περίπτωση που κάποια εταιρία-στόχος βρεθεί σε οικονομική δυσχέρεια.
Η Advent International, η Bain Capital, η Bridgepoint και η CVC, είναι μεταξύ άλλων εταιριών που έχουν διαγράψει τους τελευταίους μήνες, ονόματα από τις λεγόμενες «λευκές λίστες», που περιλαμβάνουν με λεπτομέρειες τους εγκεκριμένους αγοραστές δανείων, σύμφωνα με πάνω από 12 συνεντεύξεις με επενδυτές, τραπεζίτες, δικηγόρους και διευθυντές εταιριών private equity.
«Αυτό το είδαμε το 2006 και το 2007. Το είδαμε το 1998 και το 1999», επεσήμανε ο John Bolduc, επικεφαλής της μονάδας πίστωσης της HIG Capital. «Είναι ένδειξη υπερθερμασμένης αγοράς (…) όπου υπάρχει περισσότερη προσφορά χρήματος από την ζήτηση, επομένως οι δανειολήπτες μπορούν να ζητήσουν σχετικά σκανδαλώδεις όρους».
Αν και το ξεδιάλεγμα στις λευκές λίστες προσφέρει μακροπρόθεσμα οφέλη στις εταιρίες private equity που επιδιώκουν να χρηματοδοτήσουν ή να αναχρηματοδοτήσουν συμφωνίες, θα μπορούσε να κοστίσει ακριβά στους money managers όταν θα «γυρίσει» ο οικονομικός κύκλος.
Πιο συγκεκριμένα, ο αποκλεισμός ανταγωνιστικών private equity και disrtress funds, που ειδικεύονται στην πίστωση προς εταιρίες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, αφαιρεί funds που θα ήταν οι «φυσικοί» αγοραστές σε περίοδο αναταραχής που μπορεί να προκύψει έπειτα από χρόνια.
«Αν αυτοί οι επενδυτές δεν είναι εκεί, αυτό μπορεί να προκαλέσει βιαιότερες κινήσεις στις τιμές επειδή λείπει ένας δυνητικός αγοραστής», εξήγησε ο Steven Oh, επικεφαλής πίστωσης στην διαχειρίστρια περιουσιακών στοιχείων PineBridge.
Η Apollo, επενδυτική εταιρία της Wall Street την οποία διαχειρίζεται ο δισεκατομμυριούχος Leon Black, και η Oaktree, την οποία συνίδρυσε ο Howard Marks, έχουν στοχοποιηθεί στη διαδικασία ξεσκαρταρίσματος στις λίστες, σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν την υπόθεση. Δεκάδες άλλοι επενδυτές έχουν επίσης απομονωθεί σιωπηρά, περιλαμβανομένων των Canyon Partners, Angelo Gordon, Black Diamond και HIG Capital, ανέφεραν τραπεζίτες και επενδυτές.
Ο κ. Bolduc τόνισε πως η εταιρία δεν έχει παρεμποδιστεί στη διεξαγωγή οποιασδήποτε συναλλαγής εξαιτίας της «λευκής λίστας». Η Advent, η Apax, η Bain, η Bridgepoint και η CVC αρνήθηκαν να σχολιάσουν. Οι Apollo, Oaktree, Canyon Partners και Angelo Gordon επίσης αρνήθηκαν να σχολιάσουν. Η Black Diamond δεν απάντησε σε πολλαπλά αιτήματα για σχολιασμό.
Οι «λευκές λίστες» έχουν εστιάσει στην Ευρώπη, όπου η έλλειψη νέων μοχλευμένων δανείων αύξησε πέρυσι τον ανταγωνισμό μεταξύ των επενδυτών και κινητοποίησε τις εταιρίες private equity. Ο δείκτης του S&P για τα ευρωπαϊκά μοχλευμένα δάνεια άγγιξε υψηλό ρεκόρ το Φεβρουάριο και έχει σημειώσει άνοδο πάνω από 5% τον τελευταίο χρόνο. Στην τριετία έχει «σκαρφαλώσει» σχεδόν 15%.
Αλλαγές στις «λευκές λίστες» συχνά εστιάζουν στα εξειδικευμένα distressed funds μιας επενδυτικής εταιρίας, ενώ επιτρέπουν στα άλλα funds της να αγοράσουν τα δάνεια. Ωστόσο, έχουν υπάρξει περιπτώσεις κατά τις οποίες μια ολόκληρη εταιρία έχει αποκλειστεί, συχνά όταν ο ιδιοκτήτης private equity είχε δύσκολες συναλλαγές με αυτό τον επενδυτή στο παρελθόν, υποστηρίζουν αρκετοί τραπεζίτες και επενδυτές που είναι ενημερωμένοι για τις «λευκές λίστες».
Ο περιορισμός των «λευκών λιστών» δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι εταιρίες private equity αυξάνουν την ισχύ τους σε μια εύρωστη αγορά. Από τη χρηματοπιστωτική κρίση και μετά, έγγραφα που διέπουν τις συναλλαγές στα δάνεια συνήθως ορίζουν ότι οι εταιρίες που ελέγχονται από οντότητες private equity δεν μπορούν να μη δώσουν «χωρίς λόγο» την συγκατάθεσή τους, αν ένας επενδυτής επιθυμεί να μεταπωλήσει το δάνειο.
Επίσης, τα έγγραφα συνήθως ορίζουν ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα στο πλαίσιο του οποίου μια εταιρία private equity μπορεί να φέρει αντίρρηση σε μια τέτοια πώληση, πριν αυτή μπορέσει να ολοκληρωθεί.
Από εκεί και πέρα κάποιες συμφωνίες, περιλαμβανομένων και των δανείων που εξέδωσε η Unilabs την περασμένη εβδομάδα, «πειράζουν» ελαφρώς ή αφαιρούν εντελώς τέτοιου είδους διατάξεις.
Οι εταιρίες private equity έχουν επίσης ελαττώσει την ικανότητα των τραπεζών να μετατοπίζουν τα ρίσκα από μια ανακυκλούμενη πιστωτική διευκόλυνση ή term loans, σε άλλους επενδυτές, κάτι που είναι γνωστό ως μερική εκχώρηση απαιτήσεων (sub-participation). Επενδυτές και τραπεζίτες πρόσθεσαν ότι τα δάνεια που εξέδωσε η Oberthur, η οποία κατασκευάζει ταυτότητες και διπλώματα οδήγησης και στηρίζεται από την Advent -και η οποία επίσης περιόρισε τη λευκή της λίστα-, στοχοποίησε δικαιώματα sub-participation και μεταφοράς.
«Τραβάω τα μαλλιά μου», σχολίασε ο Bill Wolfe, αναλυτής πίστωσης στον Moody’s, αναφερόμενος στην αποδυνάμωση της προστασίας επενδυτών. «Πώς να διαπραγματευτείς το οτιδήποτε πια; Οι συμφωνίες για πίστωση έχουν γίνει μια σελίδα».
Οι επενδυτές δεν έχουν απαντήσει σθεναρά στους πιο περιοριστικούς όρους, παρά τις διακριτικές αλλαγές που παρουσιάζονται σε μια λίστα συναλλαγών που διαρκώς μεγαλώνει.
Ωστόσο, αρκετοί επενδυτές που φοβήθηκαν μην αποκλειστούν από κάποια μελλοντική συναλλαγή αν μιλήσουν επώνυμα, προειδοποίησαν πως το «ψαλίδισμα» στη λίστα αγοραστών θα μπορούσε να υπονομεύσει μελλοντικές συναλλαγές και τη ρευστότητα στα δάνεια, αν μια εταιρία βρεθεί σε δυσχέρεια.
«(Οι επενδυτές) δεν θα συνειδητοποιήσουν πως δεν μπορούν να αποσυρθούν, μέχρι να είναι πια αργά», υπογράμμισε ένας τραπεζίτης που εμπλέκεται στις συναλλαγές. «Θα συνειδητοποιήσουν πως δεν υπάρχει πόρτα εξόδου και ότι δεν μπορούν να φύγουν».
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr