Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε χθες ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ είναι ανοιχτός στην υπογραφή του νομοσχεδίου για την ενίσχυση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, μετά την σχετική συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι ηγέτες της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων για το νομοσχέδιο, την προηγούμενη εβδομάδα.
Η σχετική ψηφοφορία για την ψήφιση του νομοσχεδίου από την Βουλή των Αντιπροσώπων, αναμένεται να γίνει αύριο.
Οι Δημοκρατικοί που είναι μέλη του Κογκρέσου ανακοίνωσαν ότι συμφώνησαν με τους Ρεπουμπλικάνους για την επιβολή νέων κυρώσεων κατά της Ρωσίας, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας, υπό το πλαίσιο ενός νομοσχεδίου που θέτει περιορισμούς σε ενδεχόμενη προσπάθεια του προέδρου Τραμπ να χαλαρώσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας.
“Υποστηρίζουμε την σημερινή πορεία του νομοσχεδίου και θα εξακολουθήσουμε να εργαζόμαστε με την Βουλή των Αντιπροσώπων και την Γερουσία, προκειμένου να εφαρμοστούν οι νέες σκληρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, μέχρι την επίλυση του προβλήματος στην Ουκρανία κι αυτό δεν θα συμβεί άμεσα,” δήλωσε χαρακτηριστικά η υπεύθυνη Τύπου του Λευκού Οίκου, Σάρα Σάντερς στην εκπομπή “This Week with George Stephanopoulos” του τηλεοπτικού δικτύου ABC.
Ένας αξιωματούχος του Λευκού Οίκου δήλωσε ότι η άποψη της κυβέρνησης για το νομοσχέδιο άλλαξε μετά τις αλλαγές που έγιναν σε αυτό συμπεριλαμβανομένων και των κυρώσεων κατά της Βόρειας Κορέας. Ο ίδιος αξιωματούχος δήλωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση “υποστηρίζει την κατεύθυνση του νομοσχεδίου, αλλά η θέση της, θα καθοριστεί πλήρως στο τελικό κείμενο του κι όταν δεν θα γίνονται πλέον αλλαγές στις διατάξεις του.”
Ο Άντονι Σκαραμούτσι, νέος διευθυντής επικοινωνίας του προέδρου Τραμπ δήλωσε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, δεν έχει ακόμη λάβει την τελική απόφασή του για το πότε θα υπογράψει το νομοσχέδιο. “Υποθέτω ότι θα λάβει την απόφαση αυτή σύντομα,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Σκαραμούτσι στην εκπομπή του CNN, “State of the Union.”
Ο Τραμπ βρέθηκε αντιμέτωπος με τις αντιδράσεις τόσο Ρεπουμπλικάνων, όσο και Δημοκρατικών, στην προσπάθειά του να επιδιώξει θερμότερες σχέσεις με την Ρωσία. Η κυβέρνησή του, βρίσκεται αντιμέτωπη με τις έρευνες που διεξάγει το Κογκρέσο, αλλά και το FBI για το ενδεχόμενο συνωμοσίας της προεκλογικής του εκστρατείας με την Μόσχα, αλλά και για τις συναντήσεις στενών συνεργατών του, με Ρώσους αξιωματούχους. Ο ίδιος, υποστηρίζει κατηγορηματικά ότι η προεκλογική του εκστρατεία δεν συνωμότησε με την Ρωσία.
Από την πλευρά της, η ρωσική κυβέρνηση απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε σχέση με την υπόθεση, αλλά και τους ισχυρισμούς για τις επαφές στελεχών της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, με Ρώσους αξιωματούχους, που έχουν διατυπωθεί στην Ουάσινγκτον.
Με το νομοσχέδιο των κυρώσεων, τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι, όσο και οι Δημοκρατικοί στοχεύουν στην τιμωρία της Ρωσίας για την κατάληψη της Κριμαίας από την Ουκρανία, το 2014, αλλά και την εμπλοκή της Μόσχας στην προεκλογική εκστρατεία του 2016.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων θα κληθεί να ψηφίσει επί του νομοσχεδίου αύριο. Το νέο νομοσχέδιο υποχρεώνει τον Αμερικανό να πρόεδρο να καταθέσει σχέδιο προτάσεων “για την αναβάθμιση της αμερικανικής πολιτικής” έναντι της Ρωσίας, πριν προχωρήσει σε ενδεχόμενη κίνηση χαλάρωσης των κυρώσεων, όπως π.χ. η επιστροφή της περιουσίας του ρωσικού ΥΠΕΞ στο Μέριλαντ, αλλά και τη Νέα Υόρκη, από την οποία οι Ρώσοι διπλωμάτες αποχώρησαν μετά από σχετική απόφαση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.
Το Κογκρέσο έχει χρονικό περιθώριο τουλάχιστον 30 ημερών προκειμένου να γίνουν σχετικές ακροάσεις, ώστε μετά να διεξαχθεί η ψηφοφορία για την έγκριση ή την απόρριψη των προτάσεων του προέδρου Τραμπ, για την διαμόρφωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας.
Στην περίπτωση που ο πρόεδρος ασκήσει βέτο, στο νομοσχέδιο των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, υπάρχει ο κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής πολιτικής αναταραχής στο Κογκρέσο, αλλά και η πιθανότητα παράκαμψης του προεδρικού βέτο. Μία τέτοια εξέλιξη θα είχε απρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες για την πορεία του νομοθετικού έργου της αμερικανικής κυβέρνησης, το οποίο παρουσιάζει στασιμότητα, ενώ ο επιχειρηματικός κόσμος αναμένει το φθινόπωρο τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την ψήφιση του νέου φορολογικού νομοσχεδίου.
Τις προηγούμενες εβδομάδες αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ συναντήθηκαν με μέλη της Γερουσίας, επιχειρηματολογώντας κατά προβλέψεων του νομοσχεδίου. Τις διαμαρτυρίες των αξιωματούχων προκάλεσε και η διάταξη που προβλέπει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα πρέπει να έχει την σύμφωνη γνώμη του Κογκρέσου, πριν προχωρήσει σε οποιαδήποτε κίνηση χαλάρωσης των κυρώσεων.
Το νομοσχέδιο προέβλεπε την επιβολή κυρώσεων κατά του Ιράν (Countering Iran’s Destabilizing Activities Act) και ψηφίστηκε από την Γερουσία πριν από έναν μήνα. Ωστόσο, η πορεία του, σταμάτησε στην Βουλή των Αντιπροσώπων, μετά την πρόταση των Ρεπουμπλικάνων προκειμένου να συμπεριλάβει κυρώσεις κατά της Βόρειας Κορέας.
Σύμφωνα με το κλίμα που έχει καλλιεργηθεί στο Κογκρέσο, το νομοσχέδιο αυτό, συγκεντρώνει την υποστήριξη τόσο Ρεπουμπλικάνων, όσο και Δημοκρατικών.
Από την άλλη μεριά, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέφρασε την ανησυχία της στις Βρυξέλλες για την βιασύνη των ΗΠΑ να προχωρήσουν στην επιβολή (μονομερών) κυρώσεων κατά της Ρωσίας, υποστηρίζοντας ότι η Ουάσινγκτον θα έπρεπε να είχε συντονιστεί με τις ενέργειες της ομάδας των χωρών G7.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα καθορίσει τις κινήσεις της, σε συνάντηση που θα πραγματοποιηθεί μεθαύριο στις Βρυξέλλες, αναμένοντας για την υπογραφή του νομοσχεδίου από τον πρόεδρο Τραμπ.
Ευρωπαίος αξιωματούχος ανέφερε επίσης, την διάθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για αντίμετρα, σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο. Μετά την προειδοποίηση που απηύθυνε στην διάρκεια της διάσκεψης των χωρών-μελών της ομάδας G20 που πραγματοποιήθηκε στο Αμβούργο, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, εκδηλώνοντας την ανησυχία του ότι οι μονομερείς κυρώσεις από το Κογκρέσο των ΗΠΑ, θα πλήξουν ευρωπαϊκές εταιρίες που αναβαθμίζουν αγωγούς πετρελαίου στην Ρωσία, οι οποίοι τροφοδοτούν με φυσικό αέριο το σύστημα διανομής στην Ουκρανία.
Τα μέτρα του Κογκρέσου εκτιμάται επίσης, ότι θα πλήξουν τις ευρωπαϊκές εταιρίες που δραστηριοποιούνται νόμιμα στην Ρωσία, στους τομείς των σιδηροδρομικών μεταφορών, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, της ναυτιλίας, αλλά και των ορυχείων, σύμφωνα με τον ίδιο Ευρωπαίο αξιωματούχο.
Από την άλλη μεριά, η οποιαδήποτε εφαρμογή αντιμέτρων από την ΕΕ, προϋποθέτει την υποστήριξη των 28 κυβερνήσεων των κρατών-μελών της, ενώ θα συναντήσει την αντίσταση χωρών, όπως, η Βρετανία και η Ουγγαρία, που είναι απρόθυμες να προκαλέσουν οποιοδήποτε πρόβλημα στην κυβέρνηση Τραμπ, αναφέρει το ΑΠΕ.