Το γερμανικό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών επικρίνεται διεθνώς. Μελέτη της κρατικής επενδυτικής τράπεζας KfW δείχνει ότι δεν είναι μόνο προϊόν των γερμανικών εξαγωγών, αλλά και της υπερβολικής μείωσης δαπανών.
Αν θέλει να κανείς να είναι ακριβής, οι Γερμανοί πολιτικοί παραβιάζουν εδώ και χρόνια τον γερμανικό νόμο του 1967 «για την προώθηση της σταθερότητας και της ανάπτυξης της οικονομίας».
Ο νόμος διατυπώνει τον κρατικό στόχο για επίτευξη ισορροπίας στο σύνολο της οικονομίας μέσα από την επιδίωξη για σταθερότητα των τιμών, πλήρη απασχόληση, διαρκή και βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς και ισορροπία στο πεδίο του εξωτερικού εμπορίου. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουν η Γερμανία απέχει πολύ από την επίτευξη ισορροπίας σε ό,τι αφορά το εξωτερικό εμπόριο. Το υψηλό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται ολοένα συχνότερα στο επίκεντρο κριτικής από θεσμούς όπως το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει θέσει τη Γερμανία από το 2014 υπό παρακολούθηση, ενεργοποιώντας τη λεγόμενη Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών. Η σφοδρή κριτική του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και η πιο διακριτική διατύπωση αντιρρήσεων εκ μέρους του Γάλλου ομολόγου του, Εμανουέλ Μακρόν, αναζωπύρωσαν το τελευταίο διάστημα τη σχετική συζήτηση.
Η απειλή επιβολής υψηλότερων αμερικανικών εισαγωγικών δασμών σε γερμανικά προϊόντα, ειδικότερα τα αυτοκίνητα, θέτει σε κίνδυνο έναν βασικό πυλώνα επιτυχίας της γερμανικής οικονομίας. Επαρκής λόγος για τους οικονομολόγους της γερμανικής κρατικής επενδυτικής τράπεζας KfW να μελετήσουν περισσότερο το ζήτημα των γερμανικών πλεονασμάτων και να αναζητήσουν, τρόπους ώστε να απομακρύνουν τη Γερμανία από το προσκήνιο της (αρνητικής) δημοσιότητας.
Το υψηλότερο πλεόνασμα στον κόσμο
Το γερμανικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ανέρχεται σήμερα σε 261 δις ευρώ και είναι σε απόλυτες τιμές το υψηλότερο παγκοσμίως μπροστά από το αντίστοιχο της Κίνας. Σε αναλογία με το ΑΕΠ ανέρχεται σε ποσοστό 8,3%, ενώ από το 2011 παραβιάζει το ανώτατο όριο του 6% που η Κομισιόν θεωρεί ανεκτό. Πέρα από την κριτική του Ντόναλντ Τραμπ που χαρακτηρίζει «άδικο και επιβλαβές» το γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα, θεωρώντας ότι συνεπάγεται απώλειες για τις ΗΠΑ και τους υπόλοιπους ανταγωνιστές της Γερμανίας, οι συστάσεις της Κομισιόν και του ΔΝΤ εδράζονται στην πεποίθηση ότι ένα υπερβολικά υψηλό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να είναι επιβλαβές και για την ίδια τη χώρα που το επιτυγχάνει. «Μια εξαιρετικά σημαντική διαφορά στη διάγνωση, με σημαντικές επιπλοκές σε ό,τι αφορά την ενδεδειγμένη θεραπεία», γράφουν στην ανάλυσή τους οι οικονομολόγοι της KfW.
Βασικό για την κατανόηση του ζητήματος και της κριτικής που ασκείται είναι να ξεχωρίσει κανείς καταρχήν του όρους «εμπορικό ισοζύγιο» και «ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών». Το εξωτερικό εμπόριο, δηλαδή οι εισαγωγές και εξαγωγές, είναι μόνο ένα μέρος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που συμπεριλαμβάνει ακόμη τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, για παράδειγμα τις δαπάνες γερμανών τουριστών στο εξωτερικό, διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων από μισθούς, κέρδη, συμμετοχές, επενδύσεις, αλλά και εμβάσματα αλλοδαπών εργαζομένων από τη Γερμανία στις πατρίδες τους και πληρωμές στο πλαίσιο παροχής αναπτυξιακής βοήθειας.
Ως εκ τούτου δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο σε τι ακριβώς συνίσταται το γερμανικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Ειδικοί συμφωνούν ότι το πλεόνασμα δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στη δημοφιλία των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικών. Το αποδίδουν πολλές φορές και στην ισχυρή τάση των Γερμανών προς την εξοικονόμηση δαπανών και τις πολύ συγκρατημένες μισθολογικές διεκδικήσεις των συνδικάτων, οι οποίες περιορίζουν την εγχώρια ζήτηση για προϊόντα τόσο από το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό. Άλλοι, όπως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επικαλούνται τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, η οποία είναι κατά τη γνώμη τους υπερβολικά χαμηλή για την ισχυρή γερμανική οικονομία με αποτέλεσμα να αυξάνει τη ζήτηση για γερμανικά προϊόντα στο εξωτερικό. “Η ΕΚΤ πρέπει να ασκεί νομισματική πολιτική για όλα τα μέλη της ευρωζώνης” είναι το επιχείρημα Σόιμπλε, ο οποίος επιχειρεί να μεταθέσει αλλού τις ευθύνες.
Ανεπαρκείς εγχώριες επενδύσεις
Ορισμένοι επισημαίνουν ότι οι εκπρόσωποι της γερμανικής οικονομίας επενδύουν πάρα πολύ λίγο εντός Γερμανίας, επιλέγοντας είτε να μην διαθέτουν τη διαθέσιμη ρευστότητα είτε να επενδύουν εκτός των συνόρων. Σύμφωνα με τους τελευταίους, το κράτος δεν αξιοποιεί επαρκώς τα πλεονάσματά του για να επενδύσει περισσότερο σε δρόμους, σχολεία ή ταχύτερο ίντερνετ. Όπως γράφουν οι αναλυτές της KfW, «κατά βάση το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών φανερώνει ένα υψηλό πλεόνασμα των ποσών που εξοικονομήθηκαν στη Γερμανία μέσω των σχετικά χαμηλών εγχώριων επενδύσεων».
Σύμφωνα με τους ίδιους, η Γερμανία χρησιμοποιεί ένα σημαντικό μέρος των εσόδων που δεν καταναλώνονται για τη δημιουργία χρηματικού κεφαλαίου στο εξωτερικό αντί για πραγματικό κεφάλαιο στο εσωτερικό. Ωστόσο, όπως τονίζουν οι αναλυτές της KfW, η Γερμανία χρειάζεται επειγόντως επενδύσεις για ένα πιο σύγχρονο και αποδοτικό παραγωγικό μηχανισμό, ώστε να μπορέσει να θωρακιστεί αποτελεσματικά απέναντι στην καθοδική τάση που επιφέρει η δημογραφική κάμψη διαφυλάσσοντας έτσι την υλική της ευημερία. Το συμπέρασμα της ανάλυσης της KfW είναι ότι τα γερμανικά πλεονάσματα μπορούν να μειωθούν με τρόπο που να εξυπηρετεί και τα γερμανικά συμφέροντα, μέσω υψηλότερων εγχώριων επενδύσεων και εισαγωγών και όχι με μία εχθρική προς την ανάπτυξη μείωση των εξαγωγών».
Πηγή: Deutsche Welle