Μαζική είναι η φυγή των ελληνικών επιχειρήσεων προς τη Βουλγαρία και την Κύπρο, οι οποίες, σε αντίθεση με την Ελλάδα, καταφέρνουν τα τελευταία χρόνια να προσελκύουν επενδύσεις αντί να τις διώχνουν.
Οι δύο χώρες έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά αυτό που είναι κοινό και στις δύο περιπτώσεις είναι το θετικό επενδυτικό περιβάλλον, που ευνοεί την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές και χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές, σε συνδυασμό με μεταρρυθμίσεις και την αναγκαία πολιτική συναίνεση για την έξοδο από το μνημόνιο, στην περίπτωση της Κύπρου, κατέστησαν τη χώρα πόλο έλξης για περίπου 5.200 επιχειρήσεις την τελευταία πενταετία. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στην Κύπρο οι εγγραφές ελληνικών επιχειρήσεων ήταν αυξημένες κατά 77% στα τέλη του 2016 σε σύγκριση με το 2015, ενώ αυξητική είναι η τάση και το τρέχον έτος.
Η Βουλγαρία, από την πλευρά της, αξιοποιεί την παρουσία διεθνών τραπεζικών ομίλων και το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων στην Ευρώπη, επιτυγχάνοντας να εξασφαλίσει φθηνό χρήμα για τις επιχειρήσεις της που δανειοδοτούνται με χαμηλότερα –περίπου κατά 3%– επιτόκια σε σχέση με τις ελληνικές.
Οι ξένες άμεσες επενδύσεις που εισρέουν στη χώρα συντηρούν την ανάπτυξή της, καθώς η Βουλγαρία καθίσταται πόλος έλξης για 15.000 ελληνικές επιχειρήσεις. Σταθερά άλλωστε τα τελευταία χρόνια κερδίζει συνεχώς έδαφος στην κατάταξή της σε σχέση με τον δείκτη ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, ανεβαίνοντας θέση –βρίσκεται στην 39η– για 6η συνεχή χρονιά το 2017, σε σχέση με την 87η θέση στην οποία υποχώρησε η Ελλάδα.
Φθηνός ο δανεισμός για τις επιχειρήσεις στις γειτονικές χώρες
Φθηνότερη και κυρίως ευκολότερη είναι η πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη Βουλγαρία. Παρά το μικρό μέγεθος της οικονομίας της γειτονικής χώρας και ως εκ τούτου και του μεγέθους των τοπικών επιχειρήσεων, τα βασικά επιτόκια χορηγήσεων είναι κατά 2 ή ακόμη και 4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα σε σχέση με αυτά με τα οποία δανείζονται οι ελληνικές επιχειρήσεις στη χώρα μας.
Η βασική αιτία είναι ο ισχυρός ανταγωνισμός που υπάρχει στο τραπεζικό σύστημα της Βουλγαρίας με την παρουσία μεγάλων πολυεθνικών ομίλων, όπως η Unicredito, η OTP Bank κ.ά., οι οποίες αντλώντας ρευστότητα με πολύ χαμηλό κόστος, μπορούν να χρηματοδοτούν με φθηνό χρήμα τις τοπικές επιχειρήσεις.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί άλλο ένα συγκριτικό μειονέκτημα για τις ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες με εξαίρεση τις μεγάλες και υγιείς με εξαγωγικό προσανατολισμό που καταφεύγουν σε ομολογιακές εκδόσεις για να μειώσουν το κόστος δανεισμού τους, δανείζονται στην Ελλάδα με επιτόκια άνω του 5%.
Τα επιτόκια για τις μεσαίες επιχειρήσεις (δηλαδή με τζίρο έως 50 εκατ. ευρώ) που είναι και η πλειοψηφία των επιχειρήσεων στη χώρα μας διαμορφώνονται στο 5%-6%, ενώ στο 7% – 8% διαμορφώνεται το μέσο επιτόκιο δανεισμού για τις μικρότερες –υγιείς πάντα επιχειρήσεις– όταν στη γειτονική χώρα το μέσο κόστος δανεισμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις δεν ξεπερνά το 3% και για τις μεσαίες το 5%. Το υψηλό κόστος δανεισμού, που συνοδεύεται με τα υψηλά έξοδα που επιβαρύνουν τη λειτουργία μιας επιχείρησης στη χώρα μας λόγω των capital controls, σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας και την υψηλή φορολογική επιβάρυνση, έρχονται ουσιαστικά να ισοπεδώσουν την επιχειρηματική προσπάθεια.
Στον αντίποδα είναι η Βουλγαρία, η οποία εκτός από το ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον, καταφέρνει να αξιοποιήσει τις δυνατότητες των χαμηλών επιτοκίων στην Ευρώπη, προσφέροντας φθηνό χρήμα. Ετσι ο τραπεζικός τομέας της γειτονικής χώρας, στηριζόμενος στην άνοδο των καταθέσεων, που αυξάνονται λόγω της μεγέθυνσης της οικονομίας και των ξένων επενδύσεων που εισρέουν στη χώρα, είναι βασικός τροφοδότης της ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία η πιστωτική επέκταση τρέχει με ρυθμό 3,8% το 2017, ενώ σε θετικό έδαφος είναι οι εισροές λόγω των ξένων άμεσων επενδύσεων που αυξήθηκαν το 2017 με ρυθμό 1%, 1,1% το 2016 και 5,1% το 2015.
Η Κύπρος που συνεχίζει να υφίσταται τις επιπτώσεις της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, που οδήγησε σε εκτίναξη των κόκκινων δανείων, εμφανίζει αρνητική πιστωτική επέκταση, καταγράφει ωστόσο υψηλές άμεσες ξένες επενδύσεις, που φθάνουν το 13,4% του ΑΕΠ της χώρας, αντισταθμίζοντας την έλλειψη τραπεζικής ρευστότητας.
Στηριζόμενη στην πολιτική σταθερότητα η χώρα προχώρησε στην πλήρη άρση των capital controls δύο ακριβώς χρόνια μετά την επιβολή τους και η εμπιστοσύνη προς το τραπεζικό σύστημα αποκαθίσταται με τις καταθέσεις να αυξάνονται με ρυθμό 2,6% το 2017 (4,7% το 2016).
Η ανάπτυξη υποστηρίζεται σταθερά από το ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον και η χώρα επανακάμπτει, μετά τη βουτιά του 2013, σε θετικούς ρυθμούς, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα διαμορφωθεί φέτος στο 3,4%, έναντι 1,5% που πιθανολογείται για την Ελλάδα. Αντίστοιχος και συγκεκριμένα στο 3,7% είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της βουλγαρικής οικονομίας, η οποία κερδίζει συνεχώς έδαφος στην κατάταξή της σε σχέση με τον δείκτη ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, ανεβαίνοντας θέση –βρίσκεται στην 39η– για 6η συνεχή χρονιά το 2017, σε σχέση με την 87η θέση, στην οποία υποχώρησε η Ελλάδα.
77% νέες εγγραφές εταιρειών σε Λευκωσία, 30% σε Σόφια
Μαζικά μεταναστεύουν στις γειτονικές χώρες οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, για να αποφύγουν την υπερφορολόγηση και τις τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στην Κύπρο οι εγγραφές ελληνικών επιχειρήσεων ήταν αυξημένες κατά 77% στα τέλη του 2016 σε σύγκριση με το 2015, ενώ σύμβουλοι ελεγκτικών οίκων αναφέρουν ότι η τάση είναι αυξητική και για το τρέχον έτος. Συγκεκριμένα, από τις 1.012 εγγραφές το 2015 έφθασαν τις 1.799 στα τέλη του 2016. Μάλιστα, από το 2012 μέχρι και τις 31/12/2016 έχουν εγγραφεί 5.200 επιχειρήσεις.
Στη γειτονική Βουλγαρία, σύμφωνα με μεγάλα γραφεία φοροτεχνικών που δραστηριοποιούνται στη Θεσσαλονίκη, καταγράφεται το πρώτο εξάμηνο του έτους αύξηση 30% σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2016. Δηλαδή, έχουν μεταναστεύσει στη Βουλγαρία 30% περισσότερες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Και στις δύο χώρες τόσο οι φορολογικοί συντελεστές όσο και οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν τεράστιες διαφορές συγκριτικά με τους υπερβολικούς συντελεστές που ισχύουν σήμερα στη Ελλάδα. Μάλιστα, όπως αναφέρει ελεύθερος επαγγελματίας που δραστηριοποιείται στη Βουλγαρία, εάν δεν μετέφερε την έδρα, θα είχε οδηγηθεί όχι μόνο σε «λουκέτο», αλλά και στη δημιουργία υψηλών χρεών, καθώς θα αδυνατούσε να πληρώσει τους προμηθευτές του και τις τράπεζες. Ο ίδιος, πάντως, αναφέρει ότι δυσκολεύεται να συνεργαστεί με ελληνικές επιχειρήσεις και αυτό καθώς οι τελευταίες δέχονται απειλές, όπως υποστήριζε, στην περίπτωση που δεχθούν βουλγαρικά τιμολόγια. Δηλαδή, οι ελεγκτές επισημαίνουν «με τρόπο» ότι πιθανόν τα τιμολόγια να μην γίνουν αποδεκτά και να μην εκπέσει η δαπάνη που πραγματοποίησαν.
Προς το παρόν, πάντως, οι κινήσεις των ελεγκτικών αρχών είναι αποσπασματικές, καθώς ακόμα, σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Βουλγαρία, δεν έχει υπογραφεί η σύμβαση ανταλλαγής πληροφοριών. Σύμφωνα με πληροφορίες, η φορολογική διοίκηση επιθυμεί την επικαιροποίηση της σύμβασης ώστε να προσαρμοστεί στα δεδομένα του ΟΟΣΑ, προκειμένου να αποτραπούν τα φαινόμενα κατάχρησης. Οι έλεγχοι αυτήν τη στιγμή γίνονται κατά κύριο λόγο στα τελωνεία, ενώ το τελευταίο διάστημα ελέγχονται τα αυτοκίνητα που έχουν αλλάξει πινακίδες. Συγκεκριμένα, έχουν εντοπιστεί 500 οχήματα τα οποία το δεύτερο εξάμηνο του 2016 απέκτησαν βουλγαρικές πινακίδες. Οι αρχικοί έλεγχοι δείχνουν ότι η απόκτηση βουλγαρικών πινακίδων έγινε μόνο και μόνο για να γλιτώσουν οι ιδιοκτήτες τους τα υψηλά τέλη και τα τεκμήρια διαβίωσης.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, αυτή τη στιγμή δραστηριοποιούνται στη Βουλγαρία περί τις 15.000 ελληνικές επιχειρήσεις. Βέβαια, η υφυπουργός Οικονομικών Κ. Παπανάτσιου ανέφερε πριν από 15 ημέρες ότι οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων που ιδρύθηκαν σε γειτονικές χώρες είναι καθαρά εικονικές. Είναι εταιρείες-σφραγίδες, οι οποίες διαθέτουν μόνον ΑΦΜ. Ούτε καν εταιρείες που έχουν μεταφέρει ένα μέρος της δραστηριότητας αλλού και ένα μέρος κράτησαν στην Ελλάδα. Είναι εταιρείες χωρίς προσωπικό και χωρίς καμία πραγματική δραστηριότητα. Πάντως, η υψηλή φορολόγηση, από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι ο λόγος που οι εταιρείες μεταφέρουν τις δραστηριότητες ακόμα και εικονικά. Και δυστυχώς είναι αυτό που δεν φαίνεται να μπορεί να κατανοήσει το οικονομικό επιτελείο. Σε κάθε περίπτωση, η φοροδιαφυγή πρέπει να παταχθεί, αλλά η κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα των υψηλών φορολογικών συντελεστών. Στην Κύπρο ο φόρος στα κέρδη ανέρχεται στο 12,5%, ενώ δεν υπάρχει φόρος στη διανομή μερίσματος. Ωστόσο, τα διανεμόμενα κέρδη, όταν δηλωθούν στη φορολογική κατοικία του φυσικού προσώπου και ειδικότερα στην Ελλάδα, φορολογούνται ως προς τον φόρο μερίσματος με 2,5%. Στη Βουλγαρία ο φορολογικός συντελεστής είναι ακόμα χαμηλότερος και ανέρχεται στο 10%.
Πηγή Πληροφοριών: Καθημερινή