Γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας*
ΜΕΤΑ το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης, έχει ξεκινήσει η προετοιμασία για τις συζητήσεις που αφορούν τη ρύθμιση του χρέους και τη συνακόλουθη έξοδο στις αγορές. Οπως πάντα, η μετάβαση από μία κατάσταση σε μία άλλη δεν είναι εύκολη. Πρέπει να γίνει με προσεκτικά βήματα, ώστε να μην υπάρξει πισωγύρισμα. Η κυβέρνηση υποστηρίζει την «καθαρή» έξοδο από το τρίτο μνημόνιο, δηλαδή μια έξοδο χωρίς προληπτική γραμμή πίστωσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Σε αυτή, βέβαια, την περίπτωση είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός «μαξιλαριού» για τυχόν έκτακτες ανάγκες.
ΟΜΩΣ, σε κάθε περίπτωση, είτε είναι καθαρή η έξοδος είτε όχι, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένας προγραμματικός σκελετός που θα εμπλουτισθεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία. Οι τράπεζες, για παράδειγμα, έχουν ετοιμάσει ένα πρόγραμμα πλειστηριασμών για τους επόμενους μήνες και τα χρόνια μετά το τέλος του μνημονίου. Η Βουλή έχει ήδη ψηφίσει για το 2019 και το 2020 μέτρα προσαρμογής του ασφαλιστικού και της φορολογίας (μείωση του αφορολόγητου). Η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με τους θεσμούς δημοσιονομικούς στόχους που περιλαμβάνουν πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ετησίως έως το 2021 και 2% έως το 2060. Εχει, επίσης, προσδιορίσει έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις ύψους 1 δισ. ευρώ για το 2019, τα οποία θα αποτυπωθούν στο νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, ενώ έχει δεσμευθεί να επεξεργασθεί σε συνεννόηση με τους θεσμούς και να ενστερνισθεί πλήρως μία ευρεία (comprehencive) αναπτυξιακή στρατηγική. Αυτό σημαίνει μέτρα και μεταρρυθμίσεις σε περιοχές πολιτικής από τις οποίες εξαρτάται η ανάπτυξη. Τέλος, εάν υπάρξει επιπρόσθετη ελάφρυνση χρέους, φυσικά τα κράτη της ευρωζώνης και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα θέλουν να διασφαλίσουν ότι ως αντάλλαγμα οι πολιτικές θα παραμείνουν υγιείς, ότι δεν θα υπάρχει πισωγύρισμα σε συμφωνημένα βήματα και μέτρα
ΟΛΑ ΘΑ εξαρτηθούν από τον βαθμό αυτοπειθαρχίας του πολιτικού συστήματος, και ειδικότερα της κυβέρνησης, ώστε να αποφύγουμε την επιστροφή στις παλαιές πελατειακές πρακτικές που θα εμπόδιζαν μεταρρυθμίσεις και θα ανέτρεπαν τη δημοσιονομική ισορροπία με πάσης φύσεως «παροχές». Η πρόσφατη ψήφιση του πολυνομοσχεδίου στις 15 Ιανουαρίου 2018 ήταν αποκαλυπτική. Συγκεκριμένα, με το πολυνομοσχέδιο ψηφίστηκαν ουσιαστικά δύο δέσμες μέτρων. Η μία αφορούσε την εφαρμογή των όρων για την εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων. Οι συζητήσεις ανέδειξαν και τις δυσκολίες μας να «ενστερνισθούμε» την οικονομική φιλοσοφία του μνημονίου. Η δεύτερη δέσμη, όμως, περιείχε πάσης φύσεως «διευθετήσεις» για τις περισσότερες από τις οποίες το ΓΛΚ δεν μπορούσε να κάνει κάποια πρόβλεψη για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους. Μερικές ήταν πάντως αναγκαίες, άλλες υποκρύπτουν μια διάθεση «επιστροφής της πολιτικής» που δεν δεσμεύεται από τεχνοκρατικούς περιορισμούς – ένα μόνιμο σύμπλεγμα της ελληνικής πολιτικής.
ΣΥΜΦΩΝΑ με τον αναπληρωτή υπουργό οικονομίας Γ. Χουλιαράκη, ο κίνδυνος ενός «παραστρατήματος» μεγαλώνει αν σκεφθούμε ότι το 2019 θα είναι εκλογικό έτος και δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπάρξουν αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Στα παραπάνω θα πρόσθετα ότι η κατάσταση επιδεινώνεται περισσότερο όταν διαμορφώνεται ένα περιβάλλον έντασης, ενοχοποίησης, σκανδαλολογίας και πολιτικών διώξεων. Οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές. Αλλωστε η εμπειρία έχει δείξει ότι καμία χώρα που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από αυτό και να σταθεί στα πόδια της χωρίς να διαθέτει ένα ελάχιστο συναίνεσης, χωρίς δηλαδή να έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της.
ΕΠΙΣΗΣ δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια της κατανόησης των εταίρων για κάποιες αποκλίσεις από τους στόχους που έχουν τεθεί π.χ. στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή για τις δυνατότητες της ΕΚΤ να διευκολύνει την έξοδο στις αγορές διατηρώντας το waiver, ακόμα και αν οι ελληνικοί τίτλοι δεν αξιολογούνται καταλλήλως από τις αγορές.
ΟΙ ΘΕΣΜΟΙ δυσπιστούν ως προς τις πραγματικές προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης καθ’ οδόν προς τη μετα-προγραμματική περίοδο, παρά τις προσπάθειές της να ολοκληρώσει το τρέχον πρόγραμμα και τη διαφαινόμενη πλέον και σημαδιακή επιθυμία του πρωθυπουργού για επιστροφή του ΔΝΤ (που θα εκφρασθεί με νέα επιστολή του υπουργού οικονομικών Ε. Τσακαλώτου προς την Κριστίν Λαγκάρντ).
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων