Με μεγάλη ευκολία την περασμένη εβδομάδα έβλεπε κανείς, πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο μεγαλύτερων παγκόσμιων οικονομιών.
Πενήντα δισ. δολάρια δασμοί εδώ, άλλα εκατό δισ. δολάρια σε δασμούς εκεί. Πριν το καταλάβεις, ένα πολύ πραγματικό ισοδύναμο εμπορικών πυραύλων προσγειώνονται από τη Τσαττανούγκα στο Τσονγκτσίνγκ.
Ωστόσο, αυτό που μπορεί να κάνει έναν εμπορικό πόλεμο πιο πιθανό είναι ότι είναι δύσκολο να δει κανείςπώς μπορεί να αποφευχθεί σήμερα, που οι απειλές και οι ανταπειλές έχουν γίνει.
Για τον Ντόναλντ Τραμπ, το να μη προχωρήσει με τους δασμούς που έχει ήδη απειλήσει ότι θα επιβάλλει, αν η Κίνα δεν προσφέρει ουσιαστικές αλλαγές στο καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας και στο οικονομικό μοντέλο, θα ήταν κίνηση γεωπολιτικής αδυναμίας. Το ίδιο και για τον Σι Τζινπινγκ, το να υποκύψει στις απειλές δασμών και να κάνει τώρα τις ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η κυβέρνηση Τραμπ, θα ήταν κίνηση πολιτικού αυτό-τραυματισμού.
Δεν υπάρχει προφανής έξοδος, που δεν περιλαμβάνει σύγκρουση ή κάποιου είδους συνθηκολόγηση.
Αυτή η δυναμική είχε αντανάκλαση στην ανταλλαγή λόγων που είχαν την Παρασκευή ο Larry Kudlow, ο νέος κορυφαίος οικονομικός σύμβουλος του κ. Τραμπ και ένας Κινέζος δημοσιογράφος, ο οποίος όπως δεκάδες άλλοι βρισκόταν στην αίθουσα συνεντεύξεων του Λευκού Οίκου για να ακούσει τον κ. Kudlow για την κλιμάκωση ύψους 100 δισ. δολαρίων που το νέο του αφεντικό είχε ανακοινώσει το προηγούμενο βράδυ.
«Ο Πρόεδρος Σι Τζινπινγκ, στην κυριολεξία, δεν έχει πολλές επιλογές στα χέρια του, επειδή όπως βλέπετε υπάρχει μεγάλος εθνικισμός στην Κίνα. Από τη δική μου οπτική, το 90% των Κινέζων είναι πρόθυμο να πολεμήσει κατά των ΗΠΑ σε έναν εμπορικό πόλεμο. Ωστόσο, στις ΗΠΑ δε νομίζω ότι το 90% των Αμερικανών είναι πρόθυμοι να αγωνιστούν. Οπότε, πώς μπορείτε να περιμένετε ότι η Κίνα θα υποχωρήσει από αυτή την κατάσταση;», ρώτησε ο Κινέζος δημοσιογράφος τον κ. Kudlow.
Η ερώτηση προκάλεσε παύση. «Σας ρωτώ αν θέλει η Κίνα να είναι μέρος του παγκόσμιου οικονομικού και εμπορικού συστήματος», απάντησε τελικά. «Βρίσκονται σε απίθανη θέση, φίλε μου. Δεν μπορούν να συνεχίσουν να παραβιάζουν τους εμπορικούς νόμους όπως κάνουν εδώ και 20 χρόνια. Δεν έχουν υποστηρικτές. Ποιος είναι με την πλευρά σας; Αυτό λέω. Δεν είναι θέμα εντυπώσεων κ.τλ. Είναι θέμα πρώτης γραμμής, του πώς η πρώτη παγκόσμια οικονομία ενσωματώνεται στον υπόλοιπο κόσμο».
Η συζήτηση άλλαξε θέμα από εκεί και πέρα. Αλλά η ανταλλαγή αυτή έδειξε αυτό που μοιάζει με σημαντικό λάθος υπολογισμό από την πλευρά της Ουάσιγκτον. Η κυβέρνηση Τραμπ εμφανίζεται πρόθυμη να αγνοήσει τις εγχώριες δυναμικές της Κίνας, καθώς επιδιώκει στόχους που εξαρτώνται από το να υποκύψουν οι Κινέζοι ηγέτες στις απαιτήσεις της.
Σε έναν κόσμο του «Πρώτα η Αμερική», φυσικά, έχει νόημα. Ο κ. Τραμπ πιστεύει ότι χτίζει πλεονέκτημα με τους δασμούς που στοχεύουν σε δεκαετίες κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας και με τη θέληση του να ηγηθεί των ΗΠΑ στον εμπορικό πόλεμο για να αντλήσει παραχωρήσεις από το Πεκίνο.
Οι αθόρυβες προσπάθειες δεκαετιών από τις προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις με σκοπό να κάνουν την Κίνα να αλλάξει πρακτικές έχουν αποτύχει, υποστηρίζει η κυβέρνηση του. Το Πεκίνο έχει αθετήσει τον λόγο του τόσο συχνά, που δεν μπορεί κανείς να εμπιστευθεί ξανά οποιεσδήποτε αβέβαιες υποσχέσεις του, υποστηρίζουν οι βοηθοί του κ. Τραμπ.
Η κυβέρνηση Ομπάμα είχε μία άλλη ιδέα για το πώς να αυξήσει την πίεση στο Πεκίνο, φυσικά. Τα μέλη της είχαν φτάσει στο συμπέρασμα ότι η υπάρχουσα εμπορική τάξη δεν δούλευε και ότι μία διαφορετική αντίδραση στην Κίνα ήταν απαραίτητη. Η ιδέα τους, ωστόσο, περιελάμβανε τη δημιουργία μακροχρόνιων περιφερειακών εμπορικών συμμάχων, εκτός Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου που θα τους χρησιμοποιούσαν, για να ενσωματώσουν νέους κανόνες στην παγκόσμια οικονομία, τους οποίους το Πεκίνο τελικά θα αναγκαζόταν να ακολουθήσει.
Η συμφωνία της ζώνης του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership) από την οποία ο κ. Τραμπ αποχώρησε την πρώτη μέρα που ανέλαβε καθήκοντα επρόκειτο να κάνει ακριβώς αυτό. Έτσι ήταν και με την άλλη «μεγάλη περιφερειακή» εμπορική συμφωνία με την ΕΕ που οι αξιωματούχοι και οι επιχειρήσεις είδαν ως έναν τρόπο να δώσουν μεγαλύτερο παγκόσμιο βάρος στις υπερατλαντικές αξίες, τους κανόνες και τα τεχνικά στάνταρ μπροστά στις προκλήσεις από την Κίνα.
Ενώ ο κ. Τραμπ και οι βοηθοί του είναι υπέρ σύντομων, απότομων αντιπαραθέσεων για να αγωνιστούν στις υπαρξιακές μάχες, οι προκάτοχοί τους προτιμούσαν τη στρατηγική αρχιτεκτονική. Αλλά και οι δύο είχαν στο μυαλό τους τον ίδιο στρατηγικό πόλεμο καινοτομίας με την Κίνα.
Ο πόλεμος καινοτομίας είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο από οποιοδήποτε εμπορικό πόλεμο ξεκινήσει ο κ. Τραμπ. Και είναι ένας ακόμη λόγος που ο εμπορικός πόλεμος είναι πιο πιθανό να συμβεί από το αντίθετο.
Ουδεμία πλευρά είναι – ή πρέπει να είναι – πρόθυμη να συνθηκολογήσει σε πολέμους καινοτομίας. Αν το έκανε αυτό, θα στερείτο τον 21ο αιώνα. Η κλίμακα αυτού για το οποίο μάχονται οι δυο πλευρές είναι στο μυαλό τους μεγαλύτερη από τη ζημιά που πιθανόν θα προκληθεί από οποιοδήποτε εμπορικό πόλεμο, ανεξάρτητα από τις προσπάθειες που κάνουν για να ηρεμήσουν τους φόβους στις οικονομικές αγορές ή στη βιομηχανία.
Οι δασμοί του κ. Τραμπ είναι ο ένας τρόπος που ο ίδιος και οι σύμβουλοί του πιστεύουν ότι πρέπει να ακολουθήσουν για να αγωνιστούν σε αυτούς τους πολέμους καινοτομίας αν μη τι άλλο για να σταματήσουν την Κίνα από το να μπορεί να αναγκάζει επιχειρήσεις να δίνουν το know-how τους, ως κόστος εισόδου στην κινεζική αγορά. Θέλουν επίσης να εγείρουν νέους περιορισμούς στις κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ, που έχουν λάβει λιγότερη προσοχή, έτσι ώστε να σταματήσουν τις επιχειρήσεις που υποστηρίζονται από το Πεκίνο να αγοράζουν αμερικανική τεχνολογία.
Ωστόσο, είναι απίθανο οι ηγέτες της Κίνας να αφήσουν οποιαδήποτε κίνηση χωρίς αντίποινα. Και οι δύο έχουν στόχο σε αυτό που το Πεκίνο βλέπει ως θεμελιώδη ώθηση για να εξασφαλίσει παγκόσμιο ηγετικό ρόλο στις προηγμένες τεχνολογίες, όπως η ρομποτική και το σχέδιο «Made in China 2025» του κ. Σι για την κινεζική οικονομία.
Αυτό μας επιστρέφει στο γιατί ένας εμπορικός πόλεμος είναι πιο πιθανός να γίνει από το να μη γίνει: Καμία πλευρά δεν φαίνεται να υποχωρεί.
Οι επιχειρηματικοί όμιλοι, οι οικονομολόγοι και οι επενδυτές στον κόσμο έχουν ξοδέψει την περασμένη εβδομάδα ζητώντας διαπραγματεύσεις, αιτούμενοι από τον κ. Τραμπ και τους Κινέζους αντιπάλους του να «δώσουν στην ειρήνη μία ευκαιρία».
Αλλά όσο το σκέφτεται κανείς, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να γίνει. Ξέρουμε πώς θα ξεκινήσει αυτός ο εμπορικός πόλεμος. Δεν ξέρουμε πως θα τον αποφύγει κανείς.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr