«Καθημερινά επενδυτές εκδηλώνουν το ενδιαφέρον να επενδύσουν, όμως προτεραιότητά τους είναι να επενδύσουν στην Αττική και μάλιστα κοντά στο λιμάνι». Αυτό ανέφερε ο υφυπουργός Οικονομίας Στέργιος Πιτσιόρλας, για να υπογραμμίσει τη σημασία της αναπτυξιακής στρατηγικής για τη χώρα, στο διεθνές συνέδριο που διοργανώνει το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, με τίτλο «Η Ελληνική Οικονομία μετά το κλείσιμο του τρίτου προγράμματος», το οποίο πραγματοποιείται σήμερα στο Πολιτιστικό Κέντρο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
Όπως είπε ο υφυπουργός, η Ελλάδα πρέπει να κάνει αποφασιστική στροφή στην παραγωγή και πρόσθεσε: «Μέσα στην κρίση είχαμε εξαιρετικά παραδείγματα αυτής της στροφής, όμως συνολικά ως αντίληψη χάσαμε για δεκαετίες τον προσανατολισμό μας. Θα θυμάστε όλοι χαρακτηριστικά το φαινόμενο αγρότες να παράγουν προϊόντα, τα οποία και έθαβαν στη χωματερή για να πάρουν την επιδότηση. Προφανώς, έχουμε ξεφύγει, όμως οι συνέπειες παραμένουν. Για να αναπτυχθεί όμως η αγροτική παραγωγή, η μεταποίηση και η βιομηχανία, θα πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές».
Για παράδειγμα, συνέχισε ο ίδιος, μετά την έλευση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, η ανάπτυξη είναι ραγδαία και δημιουργεί τεράστιες δυνατότητες για κλάδους όπως τα logistics και η ναυπηγοεπισκευή. «Καθημερινά επενδυτές εκδηλώνουν το ενδιαφέρον να επενδύσουν, όμως προτεραιότητά τους είναι να επενδύσουν στην Αττική και μάλιστα κοντά στο λιμάνι. Έχουμε όμως δυσκολίες να προωθήσουμε αυτά τα αιτήματα και μια από αυτές είναι το θεσμικό καθεστώς που αφορά τις χρήσεις γης, που δεν μας το επιτρέπει. Αυτό διαμορφώθηκε από σωστή αφετηρία για την περιβαλλοντική προστασία και τη ρύθμιση ενός άναρχου τοπίου στην Αττική. Όμως, τώρα, οφείλουμε να προωθήσουμε μια νέα ρύθμιση που θα συνδυάζει την αναπτυξιακή με την περιβαλλοντική αντίληψη. Εάν αυτό δεν λυθεί, όσο κι αν κάνουμε δηλώσεις υπέρ της επιχειρηματικότητας, τέτοιου είδους επενδύσεις δεν θα γίνουν».
Ο κ. Πιτσιόρλας σημείωσε ότι το θέμα της αναπτυξιακής αντίληψης αφορά το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων διότι: «το να δίνουμε σε ξένους υποσχέσεις «ελάτε, και όλα θα τακτοποιηθούν» οι οποίες θα διαψεύδονται, είναι παλαιό φαινόμενο».
ΣΔΙΤ
Ο ίδιος ανέφερε ακόμη ως παράδειγμα τη διαχείριση απορριμμάτων, και χαρακτήρισε την κατάσταση ντροπιαστική και συνέχισε: «Πριν ένα χρόνο περίπου, υπογράψαμε τρία έργα, στην Ήπειρο, στην Κέρκυρα και στην Αλεξανδρούπολη. Στην Ήπειρο, αδειοδοτήθηκε, υλοποιείται και τέλος του χρόνου θα λειτουργεί. Χρόνος ρεκόρ για τα ελληνικά δεδομένα. Τα άλλα δύο, δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη. Ενώ το έργο της Πελοποννήσου, που έχει συμφωνηθεί εδώ και χρόνια, θα υπογραφεί σε 15 περίπου ημέρες. Ποια είναι η διαφορά; Ότι στην Ήπειρο συμφώνησαν όλοι οι φορείς και σε συνεργασία με την κυβέρνηση προχώρησαν στην υλοποίηση ενός έργου ΣΔΙΤ που υλοποιείται νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα και χωρίς καμιά υπέρβαση προϋπολογισμού. Στα άλλα, επιλέχθηκε η μορφή του κλασικού δημοσίου έργου και δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα. Δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να γίνονται δημόσια έργα, όμως το παράδειγμα κάτι μας δείχνει.»
Ο υφυπουργός στη συνέχεια σημείωσε ότι, «ως προς την επόμενη ημέρα για τη χώρα, μια κεντρική ιδέα θα πρέπει να διαπεράσει τη σκέψη μας. Ότι οφείλουμε να διαμορφώσουμε ένα πρόγραμμα -εμείς το ονομάζουμε ολιστικό- που να απαντάει ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, γιατί κανένα από τα προβλήματα δεν έχει μονάχα μία αιτία.
Υπάρχει, δηλαδή, ένα ζήτημα αλλαγής κουλτούρας. Μια φράση που λέει ο λαός: να απλώνουμε τα πόδια μας εκεί που φτάνει το πάπλωμά μας, αντικατοπτρίζει αυτό που πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε και να μετατρέψουμε σε πολιτική. Έχουμε ένα παρελθόν που έχουμε συνηθίσει στον εύκολο εξωτερικό δανεισμό, εύκολη χρηματοδότηση που έρεε από τα ευρωπαϊκά ταμεία με τρόπο πρωτόγνωρο και καλλιέργησε την αντίληψη ότι τα λεφτά υπάρχουν. Τα λεφτά όμως δεν πέφτουν από τον ουρανό. Υπάρχει ανάγκη να φύγουμε από αυτή την αντίληψη, διότι είναι εύκολο να επανέλθουμε σε μια λογική όπου όλοι θεωρούν ότι θα πρέπει να προβάλλουν μόνον απαιτήσεις».
Επιπλέον, συνέχισε ο ίδιος, να συνειδητοποιήσουμε ότι η ανταγωνιστικότητα μας αφορά όλους. «Όχι μόνο το κράτος, αλλά και τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους. Διότι η ανταγωνιστικότητα είναι ένας στόχος που για να επιτευχθεί απαιτεί συνδυασμό πολλών παραγόντων και να συνειδητοποιήσουμε ότι η κοινωνική συνοχή είναι απαρέγκλιτος όρος για την επιτυχία οποιουδήποτε προγράμματος».
Πηγή Πληροφοριών: ΑΠΕ