Τον ΦΠΑ, που από τα τέλη του 2015 «σκαρφάλωσε» στο 13% -από 6%- χαρακτηρίζει ως τη νούμερο ένα πρόκληση για τον ξενοδοχειακό κλάδο και τον ελληνικό τουρισμό η Alpha Bank.
«Η επιβολή του υψηλότερου φορολογικού συντελεστή είχε ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση μικρού μέρους της επιβαρύνσεως στους καταναλωτές λόγω της έκθεσης στο διεθνή ανταγωνισμό, όπως αποτυπώνεται στην πορεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στα ξενοδοχεία», επισημαίνει η τράπεζα στην εβδομαδιαία ανάλυσή της και προσθέτει: «Συγκριτικά με τις κύριες ανταγωνίστριες χώρες στον τουρισμό, στην Ελλάδα ο ΦΠΑ στον κλάδο των καταλυμάτων είναι αισθητά υψηλότερος.
Τούτο στερεί από τη χώρα μας ένα μέρος του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος ως τουριστικού προορισμού, που είναι αμφίβολο εάν μπορεί μεσοπρόθεσμα να αντισταθμιστεί από άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα. Συγκεκριμένα, στην Ε.Ε.-28 τα 25 από τα 28 κράτη-μέλη εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ στον ξενοδοχειακό κλάδο, ενώ τα 18 κράτη-μέλη εφαρμόζουν συντελεστή ΦΠΑ χαμηλότερο ή ίσο με 10%».
Αξίζει να επισημανθεί ότι το 13% ισχύει για υπηρεσίες ξενοδοχείων και καταλυμάτων σε όλη την Ελλάδα, με εξαίρεση τα νησιά Λέρος, Λέσβος, Κως, Σάμος και Χίος, τα οποία παραμένουν στο μειωμένο κατά 30% συντελεστή ΦΠΑ μέχρι την 31/12/2018.
Ζητούμενο…
Σύμφωνα με την Alpha Bank, η εφαρμογή φορολογικής πολιτικής ευνοϊκής προς τις επιχειρήσεις του ξενοδοχειακού κλάδου είναι απαραίτητη προκειμένου:
* Να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα των ξενοδοχείων, τόσο σε επίπεδο τιμών, όσο και σε επίπεδο ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών.
* Να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, όχι μόνο στον ξενοδοχειακό αλλά και σε άλλους κλάδους, οι οποίοι συνδέονται με αυτόν.
* Να πραγματοποιηθούν επενδύσεις, που θα βελτιώσουν την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών.
* Να αντιμετωπισθεί ο ανταγωνισμός από την οικονομία του διαμοιρασμού, δηλαδή διαδικτυακοί ιστότοποι βραχυχρόνιας μισθώσεως κατοικιών (π.χ. Airbnb).
* Να μειωθούν οι τιμές των ξενοδοχειακών υπηρεσιών και
* να αντιμετωπισθεί η εποχικότητα, ώστε να μην λειτουργούν τα ξενοδοχεία κυρίως την περίοδο υψηλής τουριστικής κινήσεως (κίνητρο να λειτουργούν κυρίως τους θερινούς μήνες, όταν οι τιμές είναι υψηλότερες, άρα και τα έσοδα).
Εποχικότητα
Η έντονη εποχικότητα των τουριστικών υπηρεσιών, άλλωστε, ευθύνεται τρόπον τινά και για το γεγονός ότι η πληρότητα των κλινών σε ξενοδοχεία σημείωσε ανάκαμψη στο διάστημα 2013 – 2017 (από 45,2% σε 52,8%), δεν έφτασε, ωστόσο, στα προ κρίσεως επίπεδα. Επίσης, τα υψηλότερα ποσοστά πληρότητας παρατηρούνται στις μεγαλύτερες ξενοδοχειακές μονάδες, δηλαδή, σε εκείνες, οι οποίες διαθέτουν αριθμό δωματίων άνω των 100, ενώ σημαντική διαφοροποίηση παρατηρείται και μεταξύ των περιφερειών της χώρας. Σε επίρρωση, οι περιφέρειες με τα υψηλότερα ποσοστά πληρότητας κλινών ήταν πέρυσι η Κρήτη, τα Ιόνια Νησιά, το Νότιο Αιγαίο και ο Νομός Αττικής. Στον αντίποδα, ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά κατέγραψαν οι λιγότερο τουριστικά ανεπτυγμένες περιφέρειες, όπως η Ηπειρος, η Στερεά Ελλάδα και η Δυτική Μακεδονία.
Επενδύσεις
«Το τελευταίο χρονικό διάστημα υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για νέες επενδύσεις, με σκοπό την αναβάθμιση και επέκταση του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας, όχι μόνον από Ελληνες επιχειρηματίες αλλά και από διεθνείς ξενοδοχειακές αλυσίδες, οι οποίες δείχνουν την εμπιστοσύνη τους στον ελληνικό τουρισμό και τις μελλοντικές του προοπτικές».
Αυτό τονίζει η Alpha Bank, αποδίδοντας το φαινόμενο, μεταξύ άλλων, στη θεώρηση της Ελλάδας ως ασφαλούς τουριστικού προορισμού.
Στην Ελλάδα έχει σημειωθεί σημαντική ανάπτυξη του ξενοδοχειακού κλάδου από το 2004. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το 2017 λειτούργησαν στην Ελλάδα 9.783 ξενοδοχειακές μονάδες έναντι 8.899 μονάδων το 2004, σημειώνοντας αύξηση 9,9%. Ο αριθμός των δωματίων διαμορφώθηκε πέρυσι σε 414.127 έναντι 351.891 το 2004 (αύξηση 17,7%), ενώ αντίστοιχα ο αριθμός των ξενοδοχειακών κλινών διαμορφώθηκε σε 806.045 το 2017, έναντι 668.271 το 2004 (αύξηση 20,6%).
Την ίδια στιγμή, τα πεντάστερα υπερτριπλασιάσθηκαν από το 2004 και ανήλθαν σε 5,1% το 2017 από 1,6% το 2004. Συνολικά, τα ξενοδοχεία 5, 4 και 3 αστέρων αποτελούσαν πέρυσι το 46% από 30,3% το 2004.
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος