Ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ η αξία των μη εξυπηρετούμενων δανείων που συνδέονται με τα ξενοδοχειακά ακίνητα και το real estate, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 1/5 της συνολικής αξίας των μη εξυπηρετούμενων δανείων της χώρας.
Αυτό ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο κ. Τάσος Κοτζαναστάσης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας 8GCP, αναφερόμενος στην κλαδική διάρθρωση του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 11ου RED Business Forum, οι εργασίες του οποίου ολοκληρώθηκαν χθες. Σύμφωνα με τον κ. Κοτζαναστάση, τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια αγγίζουν τα 50 δισ. ευρώ, με το 37% να αφορά ξενοδοχεία και τον κλάδο των ακινήτων γενικότερα. Σύμφωνα με τον ίδιο, το 1/3 των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων είναι αξίας άνω των 10 εκατ. ευρώ. Επίσης, τόνισε ότι το 70% των καθυστερήσεων αφορά τουλάχιστον τρία χρόνια και το 12% εκτείνεται σε πάνω από έξι χρόνια. Σύμφωνα με τον κ. Κοτζαναστάση, «η τραγικότητα της κατάστασης στην Ελλάδα φαίνεται από το γεγονός ότι έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο χρόνο πτωχευτικής διαδικασίας, ξεπερνώντας τα τρία χρόνια, όταν στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, ο αντίστοιχος χρόνος δεν ξεπερνά τους έξι μήνες».
Με τη σειρά του, ενδιαφέροντα στοιχεία παρουσίασε και ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Μητράκος. Σύμφωνα με τον κ. Μητράκο, οι κλάδοι των ακινήτων και των κατασκευών αποτελούν περίπου το 16% της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, με την ποιότητα του συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου δανείων να εμφανίζεται χειρότερη σε σχέση με τον μέσο όρο των υπόλοιπων κλάδων, λόγω του ότι οι αξίες των ακινήτων εξακολουθούν να καταγράφουν απώλειες.
Το 2015, σύμφωνα με την Καθημερινή, οι τιμές των διαμερισμάτων υποχώρησαν με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 5%, έναντι μείωσης κατά 7,5% το 2014. Συνολικά δε, οι αξίες των διαμερισμάτων έχουν υποχωρήσει κατά 41,3% (σε ονομαστικούς όρους) από το 2008 έως το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2016 (44,3% σε πραγματικούς όρους). Αντίστοιχα, στα επαγγελματικά ακίνητα, οι τιμές των γραφειακών χώρων υψηλών προδιαγραφών παρέμειναν αμετάβλητες το 2015, ενώ οι αντίστοιχες των καταστημάτων υποχώρησαν κατά 3,5% στο σύνολο της χώρας. Συνολικά δε, από το 2010 έως το τέλος του 2015, οι αξίες των κτιρίων γραφείων και των καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών έχουν υποχωρήσει κατά 30% στο σύνολο της χώρας.
Αναφορικά με τα «κόκκινα» δάνεια, ο κ. Μητράκος επισήμανε ότι τον Δεκέμβριο του 2015 το ποσοστό των δανείων σε καθυστέρηση στην Ελλάδα ανήλθε σε 36% περίπου (από μόλις 4,5% το 2007), ποσοστό που είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αν, μάλιστα, συμπεριληφθούν και τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης, δηλαδή όσα εμφανίζουν καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, ή όσα είναι ενήμερα, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οφειλέτης ενδέχεται να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις δανειακές του υποχρεώσεις, το ποσοστό των προβληματικών δανείων εκτοξεύεται σε περίπου 44% του συνόλου ή 108 δισ. ευρώ.
Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν και τα ξενοδοχειακά ακίνητα, με τον κ. Δημήτρη Κωνσταντόπουλο, επικεφαλής του κλάδου Ξενοδοχείων και Φιλοξενίας της Eurobank, να τονίζει ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που είναι συνδεδεμένα με ξενοδοχεία θα πρέπει να προσεγγίζονται μέσα από διαφορετικό πρίσμα, δεδομένου ότι μια ξενοδοχειακή μονάδα εισπράττει έσοδα κάθε χρόνο. Επομένως, ακόμα και αν είναι προβληματικό ένα ξενοδοχείο, ο ιδιοκτήτης του γνωρίζει ότι θα μπορεί να προσδοκά σε έσοδα τα επόμενα χρόνια. «Ο ρόλος της τράπεζας δεν είναι να τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια στα δύσκολα, αλλά θέλουμε να βλέπουμε και να πληρώνουν στα… εύκολα. Κάποιοι έχουν να πληρώσουν κεφάλαιο από το 2007 ή το 2008», κατέληξε ο κ. Κωνσταντόπουλος.