της Τζάντα Ζαμπάνο *
Όταν ο Ματέο Ρέντσι αποφάσισε να θέσει σε κίνηση τον μηχανισμό εκλογής ηγεσίας στο Δημοκρατικό του Κόμμα, γνώριζε ότι υπάρχουν κίνδυνοι. Υποτίμησε όμως την έκταση της ανταρσίας που θα υποκινούσε η αριστερή πτέρυγα του κόμματος.
Η κρίση που ξέσπασε στο κόμμα και οι μαζικές παραιτήσεις των αριστερών του αντιπάλων απειλούν τώρα την προσπάθειά του να ανακτήσει τον έλεγχο του κόμματος, να κερδίσει ξανά τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους και να σταματήσει την άνοδο των λαϊκιστών.
Ο Ρέντσι θέλει να κερδίσει τις προκριματικές εκλογές της 30ής Απριλίου για να πάρει πίσω το κόμμα. Όμως οι αντίπαλες τάσεις μέσα κι έξω από το κόμμα μπορεί να συσπειρωθούν σε μια συμμαχία εναντίον του. Και η εξέλιξη αυτή θα αποτελέσει μια δραματική αλλαγή σκηνικού για ένα κόμμα που θεωρούνταν κάποτε μια όαση στην ευρωπαϊκή Αριστερά.
Βραχυπρόθεσμα, η διάσπαση του PD δεν θα έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα της κυβέρνησης, επικεφαλής της οποίας είναι ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Πάολο Τζεντιλόνι. Το κόμμα που δημιουργήθηκε από τα στελέχη που αποχώρησαν, και λέγεται Προοδευτικό και Δημοκρατικό Κίνημα (DP), έχει δεσμευτεί να στηρίξει την κυβέρνηση. Η μακροπρόθεση πρόκληση όμως είναι να ανακοπεί η διαρροή ψηφοφόρων προς τη Λέγκα του Βορρά και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων.
«Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για το PD και μια μεγάλη προσωπική ήττα για τον Ρέντσι», επισημαίνει ο γερουσιαστής Τζόρτζιο Τονίνι. «Το πραγματικό πρόβλημα του Ρέντσι τώρα δεν είναι η διάσπαση, αλλά η αποξένωσή του από ένα σημαντικό μέρος της ιταλικής κοινωνίας».
Το PD κινείται τώρα λίγο κάτω από το 30% στις δημοσκοπήσεις, όσο και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, που έχει χάσει λίγη από τη δυναμική του εξαιτίας ενός σκανδάλου διαφθοράς στη Ρώμη. Αλλά και ο Ρέντσι δέχθηκε πλήγμα εξαιτίας μια έρευνας για τις δραστηριότητες του πατέρα του, ο οποίος είναι ύποπτος για προσπάθεια άσκησης επιρροής στην Consip, μια κρατική εταιρεία που διαχειρίζεται δημόσια έργα. Ο Τιτσιάνο Ρέντσι αρνείται τις κατηγορίες και ο Ματέο τον υπερασπίζεται σθεναρά. Στην ίδια υπόθεση εμπλέκεται όμως και ένα στέλεχος που πρόσκειται στον πρώην πρωθυπουργό, ο Λούκα Ρότι, υπουργός αθλητισμού στην κυβέρνηση Τζεντιλόνι.
Όλα αυτά είναι ανησυχητικά για τον 42χρονο Ρέντσι, ο οποίος είχε υποσχεθεί να βγάλει τη χώρα από τον βούρκο κατεδαφίζοντας το παλιό πολιτικό κατεστημένο και τονώνοντας την οικονομία. Η υπερδραστηριότητά του στα τρία χρόνια που άσκησε την εξουσία απομάκρυνε ένα μεγάλο μέρος της αριστερής πτέρυγας, που τον κατηγορεί ότι μετατοπίζει το κόμμα προς το κέντρο και αδιαφορεί για την τύχη της νεολαίας, όπου η ανεργία φτάνει το 40%. Ο Ρέντσι κατηγορείται επίσης ότι άφησε το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου να διευρυνθεί, με αποτέλεσμα ο Νότος να βυθιστεί ακόμη περισσότερο στη φτώχεια και την κακοδιαχείριση.
«Δεν φταίμε εμείς για τη διάσπαση του κόμματος», λέει ο διαφωνών γερουσιαστής Μιγκέλ Γκοτόρ. «Ηταν μια αναπόφευκτη επιλογή, σαν να πηδάς από ένα αυτοκίνητο που οδηγείται σε έναν τοίχο. Ισως η μετακίνηση με δύο αυτοκίνητα να επιτρέψει στην κεντροαριστερά να γίνει πιο δυνατή»…
Ο Ρέντσι προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα παρουσιάζοντας ένα νέο πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα σε μια εκδήλωση που έγινε στο Τορίνο. «Προσπάθησαν να καταστρέψουν το Δημοκρατικό Κόμμα», είπε στην ομιλία του. «Αλλά το πραγματικό παιχνίδι ξεκινά τώρα».
Ο Ρέντσι παραμένει το φαβορί στις προκριματικές εκλογές, όπου θα μπορούν να ψηφίσουν όσοι εκφράσουν την υποστήριξή τους προς το κόμμα. Οι αντίπαλοί του είναι ο υπουργός Δικαιοσύνης Αντρέα Ορλάντο και ο πρόεδρος της Απουλίας Μικέλε Εμιλιάνο. ΟΙ δημοσκοπήσεις δίνουν στον πρώην πρωθυπουργό 55% και στους άλλους δύο 22% και 20% αντίστοιχα.
Οποια κι αν είναι η έκβαση αυτών των εκλογών, το εκλογικό σύστημα της χώρας καθιστά πολύ δύσκολο για οποιοδήποτε κόμμα να εξασφαλίσει μια επαρκή πλειοψηφία. Δεν αποκλείεται λοιπόν η Ιταλία να βρεθεί σε ένα νέο πολιτικό αδιέξοδο. Και όπως λέει ο Βολφάνγκο Πίκολι, υπεύθυνος ερευνών στο ίδρυμα Teneo Intelligence, ο κίνδυνος είναι η Ιταλία να επιστρέψει στην παλιά «Πρώτη Δημοκρατία», την περίοδο 1946-1993, δηλαδή, όταν κυριαρχούσαν οι Χριστιανοδημοκράτες.
* H Τζάντα Ζαμπάνο είναι αρθρογράφος του Politico και της Wall Street Journal
Πηγή: Politico