Του Τάσου Δασόπουλου
Προς μια «μη λύση» για το χρέος προσανατολίζονται οι Ευρωπαίοι δανειστές της Ελλάδας, προετοιμάζοντας μια τραπεζικού τύπου ρύθμιση, με μια απλή επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής και ίσως μια νέα μείωση των επιτοκίων, ξέροντας ότι με τον τρόπο αυτό μεταθέτουν απλώς το πρόβλημα στο μέλλον, αλλά σίγουρα δεν το λύνει.
Μάλιστα, οι χθεσινές δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάϊσελμπλουμ στο Reuters, φανερώνουν ότι δεν είναι έτοιμοι, ούτε καν να συζητήσουν άμεσα την σχετικά μικρή αυτή διευκόλυνση, αλλά … όταν χρειαστεί.
Η Ευρώπη έχει μεταφέρει την λύση της αναδιάρθρωσης από την μείωση του ύψους του χρέους στις υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση του, αφού δεν θέλει καν να ανοίξει την συζήτηση για ένα κούρεμα. Μάλιστα, σκοπεύει να εφαρμόσει και την σταθερά του ΔΝΤ , ότι δηλαδή το κόστος ετήσιας εξυπηρέτησης του χρέους δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ, περιλαμβάνοντας τους τόκους και το κεφάλαιο που θα αποπληρώνεται.
Γιατί όμως δεν είναι βιώσιμη η λύση που προωθεί η ΕΕ και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ( ESM); Για τρείς λόγους:
Το επιτόκιο με το οποία δανείζεται σήμερα η Ελλάδα από τον ESM (1,35%) βασίζεται στο βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (0,05%), το οποίο που βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά. Συνεπώς, η όποια μείωση επιτοκίων θα είναι μικρή και αν τα επιτόκια πάρουν την ανηφόρα, θα εξαφανιστεί, φορτώνοντας με πρόσθετο κόστος δανεισμού την ελληνική οικονομία. Μέχρι τώρα, όλοι μιλούν μόνο για μείωση του επιτοκίου και όχι για μετατροπή τους από κυμαινόμενα σε σταθερά, έστω και αν αυτά είναι ελαφρά υψηλότερα.
Τούτο διότι είναι αδύνατο να το δεχθεί ο ESM, ο οποίος έχει δανείσει ήδη την Ελλάδα 153,9 δις ευρώ μαζί με το νέο δάνειο , την στιγμή που σε περίπτωση αύξησης των επιτοκίων θα βρεθεί στην θέση να δανείζεται πιο ακριβά από ό,τι δανείζει την Ελλάδα. Τούτο διότι τα επιτόκια των ομολόγων που εκδίδει για να καλύψει την δανειακή σύμβαση της Ελλάδας, θα αυξηθούν την στιγμή που για την Ελλάδα θα είναι σταθερά.
Ο δεύτερος λόγος που δεν είναι βιώσιμη για την Ελλάδα η ευρωπαϊκή Λύση είναι το γεγονός ότι και μετά την επιμήκυνση, η Ελλάδα θα παραμείνει με εξαιρετικά υψηλό ποσοστό χρέος ως προς το ΑΕΠ της. Οι προβλέψεις του προσχεδίου του προϋπολογισμού θέλουν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να φτάνει το 182% του ΑΕΠ φέτος και το 192% του ΑΕΠ το 2016.
Αν πράγματι η προσδοκία όλων είναι η Ελλάδα να μπορέσει, σε ένα συγκεκριμένο διάστημα, να μπορεί να δανείζεται και πάλι από την αγορά, θα αντιμετωπίσει ένα αυξημένο ρίσκο, το οποίο θα αποτυπωθεί με ένα αυξημένο επιτόκιο δανεισμού, άρα αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους της.
Ο τρίτος λόγος είναι επακόλουθος του πρώτου. Με τόσο υψηλό ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας θα αυξηθεί μεν, μόλις ξεπεράσει οριστικά τον κίνδυνο, αλλά θα μείνει σε κατάταξη σε χαμηλότερα επίπεδα από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Ως γνωστόν, η πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας καθορίζει ως ένα βαθμό και τα επιτόκια δανεισμού της. Εκτός από αυτό, καθορίζουν και την πιστοληπτική διαβάθμιση των εμπορικών τραπεζών και κατά συνέπεια τα επιτόκια που θα δανείζονται από την διατραπεζική αγορά και κατά συνέπεια θα δανείζουν την πραγματική οικονομία.
Ο ρόλος του ΔΝΤ
Μια περισσότερο ευνοϊκή λύση για το χρέος θα εξαρτηθεί από την επιθυμία της Ευρώπης και κυρίως της Γερμανίας να συμμετέχει και το ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Το ταμείο έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους, ότι η Ευρωπαϊκή λύση δεν είναι αρκετή και θα πρέπει να γίνουν περισσότερα Ωστόσο, το μόνο μέσο πίεσης προς την Ευρώπη είναι η μη συμμετοχή του, αφού το ίδιο θα σ συνεχίζει να πληρώνεται άμεσα και με επιτόκιο 3,6 -3,8%, ενώ το καταστατικό του απαγορεύει οποιαδήποτε είδους αναδιάρθρωση.
Η συμμετοχή του αμερικανικού παράγοντα περιορίζεται στην πολιτική πίεση, που έχει την βάση του στην σταθερότητα που επιθυμεί για το ευρώ, το δεύτερο ισχυρότερο νόμισμα του κόσμου μετά το δολάριο. Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενες εβδομάδες θα είναι πολύ κρίσιμες για το θέμα.