Σε νέες εκταμιεύσεις δανείων ύψους άνω των 10 δισ. ευρώ,
κυρίως προς επιχειρήσεις, θα προχωρήσουν το 2017 οι τράπεζες, υπό την
προϋπόθεση βέβαια ότι θα επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για τη βελτίωση του
οικονομικού περιβάλλοντος.
Στα επιτελεία των τραπεζών, πάντως, έπειτα από μεγάλο
διάστημα κατήφειας επικρατεί αισιοδοξία, καθώς η ολοκλήρωση της δεύτερης
αξιολόγησης και η νέα συμφωνία κυβέρνησης – θεσμών δημιουργούν τις προϋποθέσεις
για την επιστροφή της οικονομίας σε θετική τροχιά, την ενίσχυση της
εμπιστοσύνης και την επανεκκίνηση των τραπεζών, σύμφωνα με την “Καθημερινή”.
Όπως σημειώνουν στην εφημερίδα στελέχη τραπεζών, η αποκατάσταση
της εμπιστοσύνης είναι εξαιρετικής σημασίας προκειμένου οι επιχειρήσεις να
αναλάβουν επενδυτικές πρωτοβουλίες και να ενισχυθεί η ζήτηση δανείων. Αυτή τη
στιγμή, σημειώνουν, λόγω της αβεβαιότητας η ζήτηση για τη χρηματοδότηση
παραγωγικών επιχειρηματικών σχεδίων παραμένει χαμηλή. «Ρευστότητα υπάρχει,
ζήτηση από υγιείς επιχειρήσεις δεν υπάρχει» υπογραμμίζουν.
Η αξιολόγηση, πάντως, φαίνεται ότι δημιουργεί μία ακόμα
μεγάλη ευκαιρία για τη φυγή της χώρας προς τα εμπρός, έπειτα από 8 χρόνια
κρίσης. Όπως εκτιμούν οι τράπεζες, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης δημιουργεί
συνθήκες σταθερότητας και αξιοπιστίας για την ελληνική οικονομία, στοιχεία που
είναι απαραίτητα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, την υλοποίηση
επενδύσεων και την ανάπτυξη της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό η εφετινή χρονιά
–παρά τις αρρυθμίες του πρώτου εξαμήνου– μπορεί να αποδειχθεί έτος καμπής για
την ελληνική οικονομία.
Για τις τράπεζες η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και των
εξωστρεφών ανταγωνιστικών επιχειρήσεων αποτελεί προτεραιότητα, καθώς μόνον έτσι
η οικονομία θα μπει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται σε
επιχειρήσεις της βιομηχανίας – μεταποίησης, της ενέργειας και του τουρισμού
καθώς και σε μεγάλα έργα υποδομών: οδικοί άξονες, αιολικά πάρκα, διαχείριση
απορριμμάτων κ.ά. Σημειώνεται ότι το 2016 οι εκταμιεύσεις νέων δανείων κινήθηκαν
στα επίπεδα των 8 δισ. ευρώ, ενώ το 2015 διαμορφώθηκαν ακόμα χαμηλότερα, κοντά
στα 6 δισ. ευρώ.
Παρά τη σημαντική αύξηση των νέων εκταμιεύσεων και το 2017
εκτιμάται ότι θα είναι έτος πιστωτικής συρρίκνωσης, δηλαδή τα υπόλοιπα δανείων
θα μειωθούν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αποπληρωμές παλαιότερων δανείων
είναι μεγαλύτερες από τις εκταμιεύσεις νέων δανείων αλλά και τις διαγραφές και
πωλήσεις «κόκκινων» δανείων σε τρίτους που πραγματοποιούν οι τράπεζες στο
πλαίσιο της αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, η παγίωση της
αίσθησης ότι η συμφωνία «κλείνει» οδηγεί σε βελτίωση των συνθηκών. Τον
περασμένο Μάρτιο, η μηνιαία καθαρή ροή δανείων προς επιχειρήσεις ήταν θετική
κατά 506 εκατ. ευρώ (δηλαδή τα νέα δάνεια ήταν περισσότερα από αυτά που
αποπληρώθηκαν – διαγράφηκαν), ενώ τον Απρίλιο η θετική μηνιαία ροή ανήλθε στα
659 εκατ. ευρώ (στις επιχειρήσεις). Μάλιστα, τον Απρίλιο το υπόλοιπο δανείων,
έπειτα από καιρό, αυξήθηκε στα 193,2 δισ. ευρώ από 193,03 δισ. που ήταν στο
τέλος Μαρτίου. Αντίθετα, αρνητική (περίπου 100 εκατ. ευρώ μηνιαίως) παραμένει η
ροή δανείων προς τα νοικοκυριά.
Χαμηλά η ζήτηση
Όπως αναφέρει το σχετικό δημοσίευμα της Καθημερινής, οι τράπεζες ασφαλώς ευνοούν τις χορηγήσεις δανείων που
ενισχύουν τις παραγωγικές δραστηριότητες επιχειρήσεων από αυτές των
νοικοκυριών, ωστόσο όπως σημειώνουν, η ζήτηση από πλευράς νοικοκυριών παραμένει
πολύ χαμηλή. Από τα στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών προκύπτει ότι η
μείωση της ζήτησης δανείων από τα νοικοκυριά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα
φτάνει το 90%. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2016 οι τράπεζες δέχονταν κατά μέσον
όρο 82 αιτήσεις ανά εργάσιμη ημέρα για τη χορήγηση στεγαστικών δανείων έναντι
1.182 αιτήσεων που δέχονταν πριν από την κρίση (2007), μείωση που φτάνει το
93%. Αντίστοιχα σε ό,τι αφορά τα καταναλωτικά δάνεια, ο μέσος ημερήσιος όγκος
αιτήσεων το 2016 διαμορφώθηκε στις 4.455 έναντι 32.273 αιτήσεων το 2007 (-86%).
Υπενθυμίζεται ότι από το 2008 και μετά τα υπόλοιπα δανείων του ιδιωτικού τομέα,
επιχειρήσεων και νοικοκυριών, έχουν σημειώσει «βουτιά» ύψους 60 δισ. ευρώ και
από το επίπεδο των 250 δισ. ευρώ που ήταν το 2008 σήμερα έχουν καταρρεύσει στα
193 δισ. ευρώ, αποτέλεσμα της κατάρρευσης της οικονομίας.