Η οικονομία εισέρχεται σταδιακά σε τροχιά σταθεροποίησης από
το 3ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης
και την εκταμίευση των δόσεων του προγράμματος προσαρμογής τονίζει στο μηνιαίο
δελτίο για την οικονομία ο ΣΕΒ.
Όπως αναφέρει, «οι βασικοί δείκτες οικονομικής
δραστηριότητας αποτυπώνουν μια εικόνα ομαλοποίησης, με θετικά μηνύματα κυρίως
από την εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής, των εξαγωγών και των εισαγωγών, των
λιανικών πωλήσεων και της απασχόλησης». Επικαλείται τις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ,
λέγοντας πως «το ΑΕΠ σημείωσε αύξηση +1,5% το 3ο τρίμηνο του 2016, έναντι
μείωσης -2,2% το αντίστοιχο τρίμηνο πέρυσι και αύξησης +0,4% το τελευταίο 3μηνο
του έτους. Στις φθινοπωρινές προβλέψεις της, η ΕΕ εκτιμά ότι η ελληνική
οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό +2,7% το 2017 και +3,1% το 2018, από -0,3% το
2016, όπως εκτιμά και η ελληνική κυβέρνηση.
Πιο αναλυτικά:
-Ο δείκτης οικονομικού κλίματος παρουσίασε βελτίωση τον
Οκτώβριο του 2016 (στις 93,8 μονάδες, έναντι 91,4 τον προηγούμενο μήνα και 87,1
τον Οκτώβριο του 2015), κυρίως ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της καταναλωτικής
εμπιστοσύνης και των προσδοκιών στις υπηρεσίες και τη βιομηχανία.
-Η παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών αυξήθηκε
περαιτέρω τον Σεπτέμβριο του 2016 (+1,1%), με τον σχετικό δείκτη να διαγράφει
ανοδική τάση τους τελευταίους 11 μήνες, ενώ κατά το διάστημα Ιαν – Σεπ 2016
ενισχύθηκε κατά +3,2%, έναντι αύξησης +1,8% το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι και
+0,2% το 2014.
-Οι εξαγωγές αγαθών πλην καυσίμων κινούνται επίσης σε θετικό
έδαφος (+12,2% τον Σεπτέμβριο του 2016 και +1,2% το διάστημα Ιαν – Σεπ 2016),
ενώ από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ εκτιμάται ότι σε σταθερές τιμές αυξήθηκαν κατά
+4,6% το πρώτο 9μηνο του 2016 (επιπλέον αύξησης +8,1% το αντίστοιχο διάστημα
πέρυσι). Η θετική πορεία των εξαγωγών αναμένεται να διατηρηθεί τους επόμενους
μήνες, δεδομένης της ενίσχυσης της βιομηχανικής παραγωγής και των εισαγωγών
(+10,2% σε αξία και +12,5% σε όγκο εξαιρουμένων των καυσίμων το διάστημα Ιαν –
Σεπ 2016), ιδίως των εισαγωγών πλην καυσίμων και καταναλωτικών αγαθών (+14,7%
το διάστημα Ιαν – Αυγ 2016, έναντι αύξησης +4,8% των εισαγωγών καταναλωτικών
αγαθών κατά το ίδιο διάστημα).
-Ο ρυθμός μείωσης του όγκου λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων
περιορίστηκε στο -1,7% τον Αύγουστο του 2016, έναντι πτώσης -2,2% το πρώτο
6μηνο του έτους, ενώ δεδομένης της σημαντικής αύξησης του Ιουλίου (+9,6%,
οφειλόμενη εν μέρει στη μεγάλη υποχώρηση τον Ιούλιο του 2015 λόγω των capital
controls), το 3ο τρίμηνο του 2016 αναμένεται να εμφανίσουν θετικό πρόσημο.
Συνολικά, κατά το διάστημα Ιαν – Αυγ 2016, ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην
καυσίμων υποχώρησε οριακά (-0,7%), με αρκετές κατηγορίες καταστημάτων να
παρουσιάζουν άνοδο, ιδίως τα πολυκαταστήματα (+10,2%) και τα μεγάλα καταστήματα
τροφίμων (+7,3%).
-Το ποσοστό ανεργίας μειώνεται σταδιακά (23,4% τον Αύγουστο
του 2016 έναντι 24,6% τον Αύγουστο του 2015), ενώ οι καθαρές προσλήψεις ανήλθαν
στις 162,8 χιλ. κατά το διάστημα Ιαν – Οκτ 2016, παρουσιάζοντας το καλύτερο
ισοζύγιο 10μήνου από το 2001 που υπάρχουν στοιχεία. Σημειώνεται ότι το αρνητικό
ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων του Οκτωβρίου του 2016 (-82,8 χιλ. έναντι
-56,5 χιλ. τον Οκτώβριο του 2015) συνδέεται με τις αυξημένες αποχωρήσεις κυρίως
από την εστίαση και τα καταλύματα, εξέλιξη αναμενόμενη σε συνέχεια του πολύ
μεγάλου αριθμού προσλήψεων κατά την προετοιμασία της τουριστικής περιόδου».
Ο ΣΕΒ στο δελτίο του πέρα από τα θετικά υπογραμμίζει και τις
αρνητικές τάσεις που εξακολουθούν να συγκρατούν τις προσδοκίες καταναλωτών και
επιχειρήσεων για την πορεία της οικονομίας σε χαμηλό επίπεδο.
Όπως αναφέρει «οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν
προβλήματα ρευστότητας, καθώς η χρηματοδότησή τους από τις τράπεζες συνέχισε να
μειώνεται τον Σεπτέμβριο του 2016 (-0,2% σε ετήσια βάση), ενώ η μηνιαία καθαρή
ροή νέων δανείων ήταν αρνητική (-€153 εκατ.). Την ίδια ώρα, οι καταθέσεις των
νοικοκυριών μειώθηκαν εκ νέου (-€31 εκατ.), έπειτα από τρεις συνεχείς μήνες
θετικής μεταβολής.
Τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών για την περίοδο Ιαν – Αυγ
2016, ιδίως αναφορικά με τις εισπράξεις από μεταφορές (-33,5%), τις καθαρές
εισαγωγές πλοίων (-71%) αλλά και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις (-7,1% παρά την
άνοδο των αφίξεων κατά +1,3%), αποτελούν ενδείξεις ότι μέρος των σχετικών
συναλλαγών πραγματοποιείται στο εξωτερικό λόγω των capital controls.
Παρά τη βελτίωση που καταγράφεται στο οικονομικό κλίμα και
την καταναλωτική εμπιστοσύνη, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων παραμένουν σε
χαμηλά επίπεδα, ενώ τα νοικοκυριά εξακολουθούν να εκφράζουν απαισιοδοξία όσον
αφορά κυρίως στην οικονομική τους κατάσταση και την εξέλιξη της ανεργίας.
Παράλληλα, σύμφωνα με την έρευνα συνθηκών διαβίωσης της Eurostat, το 2015 η
Ελλάδα βρισκόταν στην πρώτη τριάδα των χωρών της ΕΕ με τα υψηλότερα ποσοστά
πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (35,7% του πληθυσμού ή
3,8 εκατ., έναντι 28,1% το 2008).
Η έκθεση Doing Business 2017 καταγράφει για την Ελλάδα
στασιμότητα των μεταρρυθμίσεων του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την ώρα που
άλλες χώρες καταβάλλουν πιο έντονα από ποτέ προσπάθειες ενίσχυσης ενός φιλικού
προς τις επενδύσεις πλαισίου λειτουργίας της οικονομίας. Ως αποτέλεσμα, η συγκριτική
θέση της χώρας έχει υποχωρήσει στην προτελευταία θέση της ΕΕ28.
Οι παραπάνω τάσεις αποτελούν αφενός μεν σημάδια ανάκαμψης,
αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύουν τους κινδύνους που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η
οικονομία. Για να είναι επομένως διατηρήσιμη η ανάπτυξη που προβλέπει η
ελληνική κυβέρνηση και οι διεθνείς οργανισμοί από το 2017 και μετά, θα πρέπει
οι προσπάθειες να επικεντρωθούν στην ομαλή εφαρμογή του προγράμματος
προσαρμογής, στην αντιστροφή της τάσης
υπερφορολόγησης που έχει εδραιωθεί και στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στην
κατεύθυνση της απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών με στόχο τη
βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και του επενδυτικού κλίματος. Έτσι μόνο θα
μπορέσει η οικονομία να απορροφήσει την υψηλή ανεργία, να δημιουργήσει εισοδήματα,
να καταπολεμήσει τη φτώχεια και να καλύψει τελικά τη μεγάλη απόσταση που μας
χωρίζει από τις ανοιχτές και δυναμικές οικονομίες που συνδυάζουν θετικούς
ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλή απασχόληση, αποτελεσματικό κράτος και ισχυρούς θεσμούς».